Archive for Ιουνίου, 2012


Μπροστά στον εαυτό σου να στέκεσα..ι Αυστηρά….
Μπροστά στις αξίες σου να στέκεσαι.. Ανυποχώρητα….
Μπροστά στους άλλους να στέκεσαι.. Γελαστά….
Μπροστά στις δυσκολίες να στέκεσαι.. Γενναία….
Μπροστά στην κολακεία να στέκεσαι.. Σκεπτικός….
Μπροστά στην κακοήθεια να στέκεσαι.. ΑΔΙΑΦΟΡΑ….
Μη Ξεχνάς Να Χαμογελάς…
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να λιώνουν
τον πάγο της καρδιάς απλά με ένα χαμόγελο.!!

     Μετάφραση του Χρήστου Αλεξίου

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ στο τεύχος 130-132, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1965.

Συνέχεια απο το προηγούμενο

Η διαφώτιση

 

Στα έργα των εγκυκλοπαιδιστών εκφράζεται συχνά η ιδέα, ότι η μουσική είναι μια δύναμη που εξευγενίζει τα ανθρώπινα αισθήματα, και ότι ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος της: όπως είδαμε, αυτή είναι και μια ιδέα που υποστήριζαν οι Μασώνοι. Σε όλο το Μαγικό Αυλό, υπάρχουν αναφορές σε αυτή τη δύναμη της μουσικής. Όταν ο Ταμίνο παίρνει τον Αυλό, που του τον στέλνει η Βασίλισσα της Νύχτας, τραγουδάει μαζί με όλους του άλλους:

  « Ώ! Ένας αυλός αξίζει πιότερο από χρυσάφι κι’ από στέμμα,

Γιατί μ’αυτόν κερδίζονται η λευτεριά, κι’ ανθρώπινη ευτυχία» (d)

 

Παίζοντας τον αυλό ο Ταμίνο, μαγεύει ακόμα και τα άγρια θεριά:

  «Ώ! Τι δύναμη έχει η μαγική φωνή σου άγιε αυλέ!

Και τα θηρία ακόμα μαγεύονται με το σκοπό σου». (e)

Τα μαγικά κουδούνια, μαγεύουν το Μονόστατο και τους σκλάβους του. Γλυτώνουν τον Παπαγένο απ’την αυτοκτονία, και του φέρνουν πάλι, την Παπαγένα (98). Αλλά πάνω απ’όλα, είναι ο Μαγικός Αυλός που περνάει τον Ταμίνο και την Παμίνα μέσα από τη φωτιά και το νερό, την τελευταία δοκιμασία τους πριν μπούνε στο ναό της σοφίας (99)»:

«Ζούμε σ’αυτόν τον κόσμο για να μάθουμε, ανταλλάσσοντας τις ιδέες μας, να διαφωτίζουμε με ζήλο ο ένας τον άλλο, και έτσι να προάγουμε την επιστήμη και την τέχνη».

 

Αυτά έγραφε ο Μότσαρτ όταν ήταν  νέος(100). Με τη μουσική, έλπιζε να αλλάξει τις καρδιές των ανθρώπων, να τους κατακτήσει, να τους κάνει να καταλάβουν τις ιδέες της διαφώτισης.

« Η αλήθεια, η σοφία, και το καλό της ανθρωπότητας ήταν οι σκοποί των Αιγυπτιακών μυστηρίων…η αλήθεια, η σοφία και το ξεκίνημα μιας καινούργιας εποχής ευτυχισμένης για όλη την ανθρωπότητα…αυτά δεν είναι και οι σκοποί της δικής μας εταιρίας; … μπορούμε να έχουμε άλλον, πιο υψηλό, πιο ευγενικό σκοπό, από το να πλατύνουμε τη γνώση μας, με αμοιβαία αλληλοεκπαίδευση, και να δείξουμε σε όλους αυτούς που προσχωρούν στις γραμμές μας, την αξία της αρετής, και το δρόμο της σοφίας;» (101).

Τα λόγια αυτά, από ένα άρθρο του Born στο περιοδικό της στοάς ‘Αληθινή Αρμονία’, επαναλαμβάνονται σαν ηχώ από τη χορωδία στο τέλος της πρώτης πράξης του Μαγικού Αυλού:

  «Όταν Δικαιοσύνη και Αρετή,

θα εμπνέουν τους μεγάλους με σχέδια γνωστικά,

Τότε θ’αρχίσει η ουράνια βασιλεία,

Και η γη θα γίνει ένας παράδεισος». (f)

Από το Σαράστρο και τους Ιερείς στην αρχή της δεύτερης:

« Ώ! Εσείς ακούστε μας, Ίσι και Όσιρι,

Γι’ αυτούς που αναζητούν το φως δεόμαστε,

Δώστε το πνεύμα της σοφίας στο νέο ζευγάρι,

Σεις, που τα βήματα οδηγείτε των περιπλανητών,

Δώστε τους κουράγιο σε ‘όλους τους κινδύνους,

Και με ασφάλεια οδηγείστε τους στο δρόμο της σοφίας ».(g)

 

 

Και από τα Πνεύματα, στην αρχή του φινάλε της ίδιας πράξης:

«Γρήγορα θα σβήσει η Δεισιδαιμονία ,

Γρήγορα θα νικήσει ο σοφός άνθρωπος,

Άχ! Έλα πάλι ευλογημένη Ειρήνη,

Έλα πάλι στις ανθρώπινες καρδιές,

Τότε θα γίνει η γη παράδεισος,

Και ο άνθρωπος θα φτάσει ως το Θεό». (h)

Στους σύγχρονους της Γαλλικής Επανάστασης, φάνηκε πως η εποχή της Λογικής ανέτειλε πραγματικά. Ο Klopstock (102) το εξέφρασε αυτό με τα ακόλουθα λόγια:

  «Ο Ήλιος που ανέτειλε πάνω από τα συντρίμμια της Βαστίλλης, σκόρπισε τα σύννεφα του παραλογισμού και της δεισιδαιμονίας, και έκανε δυνατό το γύρισμα στην εποχή του Κρόνου (103).

 

Αυτά τα λόγια, αν και πιο συγκεκριμένα είναι σχεδόν τα ίδια με τα λόγια που τραγουδάει ο Σαράστρο στο τέλος του Μαγικού Αυλού, όταν μέσα από βροντές και αστραπές προβάλλει το φως του ήλιου, σκορπάει τα σκοτάδια, και διώχνει τη Βασίλισσα της Νύχτας από το ναό της σοφίας:

  «Η χρυσή λάμψη του ήλιου σκορπάει το σκοτάδι της νύχτας,

Το Βασίλειο της ψευτιάς υποχωρεί στο φως της αλήθειας» (i)

Τα γράμματα του Μότσαρτ, δεν περιέχουν αναφορές στη Γαλλική Επανάσταση, και από αυτό, πολλοί κριτικοί έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ο Μότσαρτ δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική. Όταν όμως το 1829, ο Vincent και η Mary Novello (104) επισκέφτηκαν τη χήρα του στο Σάλτσμπουργκ, τη ρώτησαν ποιοι ήταν οι αγαπημένοι του συγγραφείς  κι’εκείνη απάντησε:

 « Ένας από τους πιο αγαπημένους του συγγραφείς βρίσκεται τώρα στα χέρια μου, και τον διαβάζω πολύ συχνά. Αποτελείται από εννιά τόμους. Δεν τον ονόμασε, όντας απαγορευμένος καρπός στο Αυστριακό κράτος» γράφει στο ημερολόγιό της η Mary Novello, «αλλά υποψιάζομαι μερικά από τα Γαλλικά επαναστατικά έργα» (105).

Είναι επίσης σημαντικό να αναγερθεί ότι ο σύγχρονος του Μότσαρτ συνθέτης Νauman τον ονόμασε « μουσικό Αβράκωτο (sans culotte) (106)».

Ο Ένγκελς, στο έργο του «Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμού από την Ουτοπία στη Επιστήμη» (107), έδειξε πως οι Εγκυκλοπαιδιστές, αν και αξίωσαν να μιλήσουν για όλη την ανθρωπότητα, στη πραγματικότητα εξέφρασαν την άποψη της αστικής τάξης. Το ίδιο αληθεύει και για τους Ιλλουμινάτους Μασώνους, που στην εποχή τους, αντιπροσώπευαν το πιο προοδευτικό και προχωρημένο τμήμα της κοινωνίας. Ο Μότσαρτ εξέφρασε τις πιο ψηλές ελπίδες αυτής της κοινωνίας, αλλά η μουσική του ξεπέρασε πολύ τα δικά της σύνορα. Το μήνυμα του Μαγικού Αυλού, αν κα κρυμμένο στην αλληγορία, είναι το ίδιο με το μήνυμα της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Για τους λαούς όλου του κόσμου σήμερα, είναι, όχι λιγότερο απ’ότι ήταν για τους σύγχρονους του Μότσαρτ, ένα μήνυμα ελπίδας για την ανθρωπότητα που ακόμα αγωνίζεται ενάντια «στις δυνάμεις του σκότους». Είναι ένα μήνυμα ελπίδας και εμπιστοσύνης, που βεβαιώνει ότι ο άνθρωπος θα κατορθώσει τελικά να δημιουργήσει μια κοινωνία που σ’αυτήν:

« Όλοι οι άνθρωποι θα είναι αδέλφια».

συνέχεια με τις βιβλιογραφικές παραπομπές

http://www.scribd.com/doc/33846552/Concise-History-of-Freemasonry#fullscreen

Να αγαπούμε τα τρία Ανδρεία, πραότητα και στοργή

Να μισούμε τα τρία Σκληρότητα, οίηση και αγνωμοσύνη

Να θαυμάζουμε τα τρία Πνευματική δύναμη, αξιοπρέπεια και χάρη

Να μας τέρπουν τα τρία Κάλλος, ειλικρίνεια και ελευθερία

Να αποφεύγουμε τα τρία Οκνηρία, φλυαρία και ελαφρότητα

Να καλλιεργολυμε τα τρία Καλά βιβλία, καλούς φίλους και καλή διάθεση

Να αγωνιζόμαστε για τα τρία Τιμή, πατρίδα και φίλους

Να κυβερνούμε τα τρία Θυμό, γλώσσα και φίλους

Να σκεπτώμεθα τα τρία Ζωή, θάνατο και αιωνιότητα

Εκλογή απο το Victorian Craftman Mercurius Astrologus 1638

 


Α´

Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.

 

Β´

Ὅλοι βλέπουν ὁράματα
κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·
πηγαίνουν καὶ θαρροῦν πὼς εἶναι μόνοι.
Τὸ μεγάλο τριαντάφυλλο
ἤτανε πάντα ἐδῶ
στὸ πλευρό σου βαθιὰ μέσα στὸν ὕπνο
δικό σου καὶ ἄγνωστο.
Ἀλλὰ μονάχα τώρα ποὺ τὰ χείλια σου τ᾿ ἄγγιξαν
στ᾿ ἀπώτατα φύλλα
ἔνιωσες τὸ πυκνὸ βάρος τοῦ χορευτῆ
νὰ πέφτει στὸ ποτάμι τοῦ καιροῦ –
τὸ φοβερὸ παφλασμό.

Μὴ σπαταλᾷς τὴν πνοὴ ποὺ σοῦ χάρισε
τούτη ἡ ἀνάσα.

 

Γ´

Κι ὅμως σ᾿ αὐτὸ τὸν ὕπνο
τ᾿ ὄνειρο ξεπέφτει τόσο εὔκολα
στὸ βραχνά.
Ὅπως τὸ ψάρι ποὺ ἄστραψε κάτω ἀπ᾿ τὸ κῦμα
καὶ χώθηκε στὸ βοῦρκο τοῦ βυθοῦ
ἢ χαμαιλέοντας ὅταν ἀλλάζει χρῶμα.
Στὴν πολιτεία ποὺ ἔγινε πορνεῖο
μαστροποὶ καὶ πολιτικιὲς
διαλαλοῦν σάπια θέλγητρα·
ἡ κυματόφερτη κόρη
φορεῖ τὸ πετσὶ τῆς γελάδας
γιὰ νὰ τὴν ἀνεβεῖ τὸ ταυρόπουλο·
ὁ ποιητὴς
χαμίνια τοῦ πετοῦν μαγαρισιὲς
καθὼς βλέπει τ᾿ ἀγάλματα νὰ στάζουν αἷμα.
Πρέπει νὰ βγεῖς ἀπὸ τοῦτο τὸν ὕπνο·
τοῦτο τὸ μαστιγωμένο δέρμα.

 

Δ´

Στὸ τρελὸ ἀνεμοσκόρπισμα
δεξιὰ ζερβὰ πάνω καὶ κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοὶ θανατεροὶ καπνοὶ
λύνουν τὰ μέλη τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ ψυχὲς
βιάζουνται ν᾿ ἀποχωριστοῦν τὸ σῶμα
διψοῦν καὶ δὲ βρίσκουν νερὸ πουθενά·
κολνοῦν ἐδῶ κολνοῦν ἐκεῖ στὴν τύχη
πουλιὰ στὶς ξόβεργες·
σπαράζουν ἀνωφέλευτα
ὅσο ποὺ δὲ σηκώνουν ἄλλο τὰ φτερά τους.

Φυραίνει ὁ τόπος ὁλοένα
χωματένιο σταμνί.

 

Ε´

Ὁ κόσμος τυλιγμένος στὰ ναρκωτικὰ σεντόνια
δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσφέρει
παρὰ τοῦτο τὸ τέρμα.
Στὴ ζεστὴ νύχτα
ἡ μαραμένη ἱέρεια τῆς Ἑκάτης
μὲ γυμνωμένα στήθη ψηλὰ στὸ δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητὴ πανσέληνο, καθὼς
δυὸ ἀνήλικες δοῦλες ποὺ χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σὲ μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θὰ χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τὰ μυρωδικά.

Τὸ πάθος της καὶ τὰ φτιασίδια
εἶναι ὅμοια μὲ τῆς τραγῳδοῦ
ὁ γύψος τοὺς μάδησε κιόλας.

 

Στ´

Κάτω στὶς δάφνες
κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο
κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους
νεκρός –
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος
ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.

 

Ζ´

Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι
ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου
μέρα καὶ νύχτα·
κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός.
Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της
σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο.
Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα
ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες
κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει
σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ
κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας.

Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς
μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα
σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα.
Δέξου ποιὸς εἶσαι.
Τὸ ποίημα
μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια
θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις.
Τὰ περισσότερα –
σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.

 

Η´

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης
ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν.

Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου,
τὴ δική σου φωνὴ
ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει·
μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ
αὐτὴ ποὺ σπατάλησες.
Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις
ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα
ποὺ σὲ ρίχνει πίσω
ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους
ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς
ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ
καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας
τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ –
ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο
ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό.
Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο·
τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ
τῆς ἡλικίας.

Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες
τὸ ἄσπρο χαρτί.

 

Θ´

Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν
κι αὐτοὶ γελοῦσαν.

Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
πάνω νερά·
νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
στὰ τυφλά, πεισματάρης
καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο –
ἄφησε κι ἂς γελοῦν.
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν –
ἄφησέ τους.

Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.

 

Ι´

Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν
στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν
φύλλο τὸ φύλλο.

Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό.
Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.

 

ΙΑ´

Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ
μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας
λαχανιασμένη ἀνάσα·
τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της
εὔκολο καὶ ζεστὸ
σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη.

Μὰ στὰ ρηχὰ
ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
καὶ στὸ βυθὸ –
ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά.

Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.

 

ΙΒ´

Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται
καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα
στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου.
Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο
γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά.

Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς
ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς
θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.

 

ΙΓ´

Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος.
Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς
φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια·
τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο·
ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα
μένει ἀκίνητη
κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο
ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι
ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου –
δές τον, θ᾿ ἀνοίξει.

Ἀναστάσιμη ὠδίνη.

 

ΙΔ´

Τώρα,
μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα
τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου,
ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα
τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν.

Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι
βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα
καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή –

φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη
καὶ νὰ τὴ σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν
πρέπει νὰ καοῦν
τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος
στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.


Μόνο ότι είναι θείο είναι και άρρητο. Το ανθρώπινο είναι ρήμα, λόγος, έκφραση-είναι ήχος και στίχος, γραμμή και χρώμα, προσευχή και μύθος

Mercurius Astrologus 1638