Category: Ποίηση


Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.
Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.

Γ. Σεφέρης, Β’. Μυκήνες, Γυμνοπαιδία

1

Καμωμένος από πηλούς, από φθαρτές ουσίες
ο άνθρωπος, δεν έχει σταθερή ενατένιση, ούτε ομοιάζει
άνθρωπος προς άνθρωπο· σπουδαίες διαφορές τον κόσμο χωρίζουν.
Γι’ αυτό βλέπεις άλλον ν’ αρκείται στον κόσμο
που μοναχός του δημιουργεί, ενώ άλλος παρέκει
τα περιμένει έξωθεν όλα, είτε από τον πλησίον, είτε από τον ουρανό.
Πικρά λυπούμαι το αδύνατο τούτο μέρος των ανθρώπων.
Καμωμένοι δεν είναι όλοι να θαμπώνονται από κάθε στιγμή
της ημέρας ή της νύχτας, από κάθε δίπλα της δημιουργίας,
από κάθε αποσκίαση του βουνού, από κάθε τροπή του καιρού.
Γράφω για όσους δεν έχουν το κράτος να ξεδιαλύνουν
τα μεγαλεία των μικρών πραγμάτων και τα πολλά των ολίγων.
Γι’ αυτούς απομένει το μέγα θέλγητρο της αναμονής.
Γι’ αυτούς απομένει ο λαμπρός Ήλιος της Επιούσης.
Κάθε νύχτα περιμένουν. Περιμένουν το μέλλον της Ημέρας,
τρέφουν την ελπίδα που θα τους κομίσει το μέγα Απρόοπτο,
την αψηλή φαντασία, τη νέα σπουδή, το βαθύ πάθος,
ό,τι κάνει να σπαράζουνε επί καλού τους ή κακού τους οι ψυχές.
Φθάνει να τους κομίσει κάτι ογκώδες νέο, ας είναι τραγικό,
ας είναι αγαθό, μόνο η φριχτή ηρεμία να μην είναι πια,
η πραϋντική, η ηρεμία της βλακείας και της ανοστιάς.

Ο ΤΕΚΤΟΝΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

 

 

μετάφραση: Κωνσταντίνα Ευαγγέλου

  Το κείμενο  που ακολουθεί περιλαμβάνεται στον τόμο Piove, governo ladro! [Βρέχει, κλέφτες κυβερνήτες!] Editori Riuniti, Ρώμη 1996, σ. 59-60). Πρόκειται για πολεμικά κείμενα που σχολιάζουν τα ιταλικά ήθη και γράφτηκαν για την εφημερίδα-όργανο του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος Avanti! μεταξύ του 1916 και 1918.

Κ. Ευ.

GRAMSCIΕίναι πράγματι ο δυνατότερος μοχλός της Ιστορίας. Αλλά αντίστροφα. Αυτά που συμβαίνουν, το κακό που ενσκήπτει πάνω σε όλους τους ανθρώπους, το εν δυνάμει καλό που μια πράξη αδιαμφισβήτητης αξίας μπορεί να προκαλέσει, δεν οφείλονται στην πρωτοβουλία των λίγων που πράττουν, όσο στην αδιαφορία, στην απουσία[1] των πολλών. Ό,τι συμβαίνει, δεν συμβαίνει τόσο επειδή μερικοί θέλουν να συμβεί, όσο διότι η μάζα των πολιτών εκχωρεί τη βούλησή της, κι αφήνει (κάποιους ελεύθερους) να πράττουν,  αφήνει να συσσωρεύονται οι κόμποι που στη συνέχεια μόνο το σπαθί μπορεί να κόψει, και επιτρέπει την άνοδο στην εξουσία σε ανθρώπους, κάτι που στη συνέχεια μόνο μια εξέγερση μπορεί να ανατρέψει.

Ο φαταλισμός που φαίνεται να κυριαρχεί στην Ιστορία είναι ακριβώς η απατηλή όψη αυτής της αδιαφορίας, αυτής της απουσίας. Διάφορα γεγονότα ωριμάζουν στη σκιά, επειδή χέρια εντελώς ανεξέλεγκτα υφαίνουν το πανί της συλλογικής ζωής, και η μάζα το αγνοεί. Τα πεπρωμένα μιας ολόκληρης εποχής μανιπουλάρονται σύμφωνα με τις στενές θεωρήσεις, με τους άμεσους σκοπούς μικρών δραστήριων ομάδων, και η μάζα των πολιτών το αγνοεί. Αλλά τα γεγονότα που ωρίμασαν ξεχύνονται, το υφασμένο στη σκιά πανί φτάνει στο τέλος του, και τότε φαίνεται πως ο φαταλισμός τα παρασέρνει όλα και όλους, πως η Ιστορία δεν είναι παρά ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη, ένας σεισμός, όπου όλοι είναι θύματα: κι αυτοί που ήθελαν κι αυτοί που δεν ήθελαν, κι αυτοί που ήξεραν κι αυτοί που αγνοούσαν, κι αυτοί που ήταν δραστήριοι, κι αυτοί που ήταν αδιάφοροι. (περισσότερα…)

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού

Κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα

ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

Αιέν αιέν και τα πουλιά κελαηδούν

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Αφιερωμένο σε ένα αγαπητό Β Επόπτη και του εύχομαι καλές εργασίες

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα

Κάποτε ο Λιβανέζος ποιητής και φιλόσοφος Χαλίλ Γκιμπράν έγραφε:

«Κι είπε ένας άντρας, μίλησε μας για την Αυτογνωσία

Κι αυτός απάντησε λέγοντας:

Η καρδιά σας γνωρίζει σιωπηλά τα μυστικά της μέρας και της νύχτας.

Όμως τ’ αυτιά σας διψούν για της γνώσης τον ήχο που σκορπίζει η καρδιά.

Πρέπει να ντύσετε με λόγια αυτό που πάντα ήταν ντυμένο με τη σκέψη.

Πρέπει με τ’ ακροδάχτυλα να χαϊδέψετε τ’ ολόγυμνο κορμί των ονείρων σας.

Έτσι να γίνει πρέπει.

Η κρυμμένη πηγή της άνοιξης που φωλιάζει μες στην ψυχή σας,

Πρέπει ν’ αρχίσει να κυλά μουρμουρίζοντας προς την θάλασσα.

Κι ο θησαυρός του ατέλειωτου βάθους πρέπει να βγει στο φως.

Όμως μην πέσετε στο σφάλμα να ζυγιάσετε τον άγνωστο θησαυρό σας.

Κι ούτε να ψάξετε μ’ ένα ραβδί στα βάθη της γνώσης.

Ο μέσα κόσμος είναι μια θάλασσα ανυπόταχτη κι αμέτρητη.

Μην πεις «εύρηκα το μονοπάτι της ψυχής».

Είναι καλύτερα να πεις, «συνάντησα την ψυχή να περπατά πάνω στο μονοπάτι μου».

 

Φωνη- ποιημα απο τον Τεκτονα-Φαλεζ (Θεοδωρο Κολοκοτρωνη)

Φωνη- ποιημα απο τον Τεκτονα-Φαλεζ (Θεοδωρο Κολοκοτρωνη)

Το ανωτέρω ποίημα δημοσιεύτηκε το 1880 στο περιοδικό ΧΑΝΕΣΑΙ

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης( 1829-1894).Στρατιωτικός , πολιτικός, φιλόλογος, εγγονός του Αρχιστρατήγου του 1821, γνωστός με το φιλολογικό του ψευδώνυμο  Φαλέζ.

Σεβάσμιος της Στοάς Πίστης. Τεκτονικά έργα του είναι τα ακόλουθα

1-Ο Ιερεύς των Ελευσινίων α’ ‘εκδοση 1860 β΄ ‘εκδοση 1866

2-Το Τεκτονικό σφυρίον 1867

Αλίευσε ο Mercurius Astrologus

Ανέκδοτο κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη, από ομιλία του στη Στοκχόλμη τον Νοέμβριο του 1979, ακριβώς  μετά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ της Σουηδικής Ακαδημίας για το έργο του.
Tο κείμενο δημοσιεύθηκε το 2011 από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, με αφορμή την  ολοκλήρωση του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννησή του μεγάλου αυτού Ποιητή και Έλληνα.
………………….

«Αγαπητοί φίλοι,
περίμενα πρώτα να τελειώσουν οι επίσημες γιορτές που προβλέπει η «Έβδομάδα Νόμπελ» και ύστερα να ‘ρθω σ’ επαφή μαζί σας. Το έκανα γιατί ήθελα να νιώθω ξένιαστος και ξεκούραστος. Ξεκούραστος βέβαια δεν είμαι.
Χρειάστηκε να βάλω τα δυνατά μου για να τα βγάλω πέρα με τις απαιτήσεις της δημοσιότητας, τις συνεντεύξεις και τις τηλεοράσεις.
Αλλά ένιωθα κάθε στιγμή ότι δεν εκπροσωπούσα το ταπεινό μου άτομο αλλά ολόκληρη τη χώρα μου. Κι έπρεπε να την βγάλω ασπροπρόσωπη.
Δεν ξέρω αν το κατάφερα. Δεν είμαι καμωμένος για τέτοια. Για τιμές και για δόξες.


Τη ζωή μου την πέρασα κλεισμένος μέσα σε 50 τετραγωνικά (μέτρα), παλεύοντας με τη γλώσσα.Επειδή αυτό είναι στο βάθος ή ποίηση: μια πάλη συνεχής με τη γλώσσα.
Τη γλώσσα την ελληνική που είναι η πιο παλιά και η πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου.

Ό,τι και να πει ένας ποιητής, μικρό ή μεγάλο, σημαντικό ή ασήμαντο, δεν φέρνει αποτέλεσμα, θέλω να πω δεν γίνεται ποίηση αν δεν περάσει από την κρησάρα της γλώσσας, αν δεν φτάσει στην όσο γίνεται πιο τέλεια έκφραση.
Ακόμα και οι πιο μεγάλες ιδέες, οι πιο ευγενικές, οι πιο επαναστατικές, παραμένουν σκέτα άρθρα εάν δεν καταφέρει ο τεχνίτης να ταιριάσει σωστά τα λόγια του.


Μόνον τότε μπορεί ένας στίχος να φτάσει στα χείλια των πολλών, να γίνει κτήμα τους. Μόνον τότε μπορεί να ‘ρθει και ο συνθέτης να βάλει μουσική, να γίνουν οι στίχοι τραγούδι. Και για ένα τραγούδι ζούμε, στο βάθος, όλοι μας. Το τραγούδι που λέει τους καϋμούς και τους πόθους του καθενός μας. Τόσο είναι αλήθεια ότι το μεγαλείο και η ταπεινοσύνη πάνε μαζί, ταιριάζουν.

Ταπεινά εργάστηκα σ´όλη μου τη ζωή. Και η μόνη ανταμοιβή που γνώρισα πριν από τη σημερινή, ήταν ν’ ακούσω τους συμπατριώτες μου να με τραγουδούν.
Να τραγουδούν το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
που μου χρειάστηκε τεσσάρων χρόνων μοναξιά και αδιάπτωτη προσπάθεια, για να το τελειώσω. Δεν το λέω για να περηφανευτώ. Δεν έρχομαι σήμερα για να σας κάνω τον σπουδαίο. Κανείς δεν είναι σπουδαίος από εμάς. Από εμάς, άλλος κάνει τη δουλειά του σωστά κι άλλος δεν την κάνει.
Αυτό είναι όλο.
Όμως θέλω να μάθετε, όπως το έμαθα κι εγώ στα 68 μου χρόνια: μόνον αν κάνεις σωστά τη δουλειά σου, ο κόπος δεν θα πάει χαμένος.

Ξέρω, μαντεύω, ότι πολλοί από εσάς περίμεναν άλλα πράγματα από εμένα. Τους ζητώ συγγνώμην που δεν θα τους ικανοποιήσω. Αν είχα το ταλέντο του ομιλητή, του δάσκαλου, του ηγέτη, θα είχα ίσως αφιερωθεί στην πολιτική. Τώρα δεν είμαι παρά ένας γραφιάς που πιστεύει σε ορισμένα πράγματα. Κι αυτά τα πράγματα θέλει να τα γνωρίσει και στους άλλους, να τα βγάλει από μέσα του, να τα κάνει έργο.
Εμένα μου έλαχε ν’ αγαπήσω τον τόπο μου όπως τον αγαπάτε κι εσείς. Να τι είναι που μας ενώνει απόψε όλους εδώ πέρα. Η αγάπη μας για την Ελλάδα. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί τρόποι ν’ αγαπά ένας λαός τη χώρα του. Αλλά για τον ποιητή, πιστεύω, υπάρχει μόνον ένας: ν’ ανήκει σ’ ολόκληρο το λαό του. Πάνω από τις διαιρέσεις και τις διχόνοιες, ο ποιητής να στέκει και ν’ αγαπά όλον τον λαό του, ν’ ανήκει, το ξαναλέω, σ’ όλο τον λαό του. Δεν γίνεται αλλιώς.
Η πατρίδα είναι μία. Ο καθένας στον τομέα του ας έρθει και ας κάνει κάτι, όπως αυτός το νομίζει καλύτερα.

Όμως ο πνευματικός άνθρωπος βλέπει το σύνολο. Θέλω να πιστεύω πως ίσως κι ο ξενητεμένος, το ίδιο. Για εμάς η Ελλάδα είναι αυτές οι στεριές οι καμένες στον ήλιο κι αυτά τα γαλάζια πέλαγα με τους αφρούς των κυμάτων. Είναι οι μελαχρινές ή καστανόξανθες κοπέλλες, είναι τ’ άσπρα σπιτάκια τ’ ασβεστωμένα και τα ταβερνάκια και τα τραγούδια τις νύχτες με το φεγγάρι πλάι στην ακροθαλασσιά ή κάτω από κάποιο πλατάνι.
Είναι
οι πατεράδες μας κι οι παππούδες μας με το τουφέκι στο χέρι, αυτοί που λευτερώσανε την πατρίδα μας και πιο πίσω, πιο παλιά, όλοι μας οι πρόγονοι που κι αυτοί ένα μονάχα είχανε στο νου τους -όπως κι εμείς σήμερα: τον αγώνα για τη λευτεριά.

Είπε ένας Γάλλος ποιητής, ο Ρεμπώ, πως η πράξη για τον ποιητή είναι ο λόγος του. Κι είχε δίκηο. Αυτό έκανε ο Σολωμός, που για να γράψει το αθάνατο ποίημα του «‘Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», έσωσε και παράδωσε στη φυλετική μας μνήμη το Μεσολόγγι και τους αγώνες του. Αυτό έκαναν ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Σεφέρης. Στα φτωχά μου μέτρα το ίδιο πάσχισα να κάνω κι εγώ.
Πάσχισα να κλείσω μέσα στην ψυχή μου, την ψυχή όλου του ελληνικού λαού.
Να δω πόσο μοιάζανε όλοι οι αγώνες του, από την αρχαία εποχή ίσαμε σήμερα, για το δίκηo και για τη λευτεριά.


Κι αυτό θα κάνω όσα χρόνια μου δώσει ο Θεός να ζήσω. Αυτή είναι η πράξη μου. Και το γεγονός ότι έφτασαν να την αναγνωρίσουν οι ξένοι, είναι μια νίκη.
Όχι δική μου νίκη. Δική σας.

Γι’ αυτό σας ευχαριστώ. Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη – ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ’ αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια – μην ξεχνάτε την πατρίδα μας,
και προ παντός, τη γλώσσα μας.
Πρέπει να ‘σαστε περήφανοι, να ‘μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη  γ λ ώ σ σ α   μ ας.

Είμαστε οι μόνοι σ’ ολόκληρη την Ευρώπη που έχουμε το προνόμιο να λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα» όπως την έλεγαν ο Όμηρος και ο Πλάτωνας πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια.
Δεν είναι λίγο αυτό.
Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας.
Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια.

Χαίρομαι κι αυτή τη στιγμή που σας μιλάω σ’ αυτή τη γλώσσα και σας χαιρετώ, σας αποχαιρετώ μάλλον, αφού η στιγμή έφτασε να φύγω.

Όμως ένα κομμάτι της ψυχής μου σας το αφήνω μαζί μ’ ένα μεγάλο ευχαριστώ που με ακούσατε.
Μακάρι να μπορούσε να σας μείνει, να το κρατήσετε, σαν ένα μικρό φυλαχτό από την πατρίδα»

Μεγάλα συμπλέγματα σιωπής και ειρήνης

τούτος ο κόσμος.

Δεν δέχεται λέξη.

Δεν ξεχωρίζει το χρώμα απο τον ήχο, η φιλέρηρη

λαλιά  του πουλιού απο το κόκκινο κούμαρο.

Δεν ξέρει κανείς που χωρίζουν οι αισθήσεις,

τι ακούει η τι βλέπει.

Μοιάζει με ανάταση νερού ο Ταύγετος.

Ο Θεός καθρεφτίζεται στην πέτρα.

Απο τη συλλογή << Το βάθος του κόσμου>>