Category: Ιστορία


Τα γεγονότα των λεγόμενων «αθεϊκών» του Βόλου ξεκίνησαν από την αντίδραση στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου, το οποίο κατηγορούνταν ως «άντρο» ανηθικότητας και κέντρο των «μαλλιαρών» (δηλ. δημοτικιστών), που θεωρούνταν εχθροί της θρησκείας.

Το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Βόλου συστάθηκε το 1908, με πρωτοβουλία του γιατρού και δημοτικού συμβούλου Δημητρίου Σαράτση και ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Στόχος του ήταν η παροχή ανώτερης μόρφωσης στα κορίτσια των μεσαίων στρωμάτων που είχαν τελειώσει το δημοτικό. Διευθυντής και ψυχή του Παρθεναγωγείου ήταν ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο οποίος επιχείρησε να εισάγει στην εκπαίδευση τις προοδευτικές εκπαιδευτικές αντιλήψεις της εποχής.

Στο πνεύμα αυτό ο Δελμούζος προχώρησε στην αναδιάρθρωση του διδακτικού προγράμματος με τον περιορισμό της διδασκαλίας των αρχαίων και την εισαγωγή της διδασκαλίας στην καθομιλουμένη, με την κατάργηση του στείρου διδακτισμού και την έμφαση στην αυτενέργεια των μαθητριών. Το Παρθεναγωγείο δεν ήθελε να μεταδίδει στείρες και περιττές γνώσεις, αλλά επιχείρησε να καλλιεργήσει το χαρακτήρα των νεαρών κοριτσιών και να τις εισαγάγει στις πρακτικές γνώσεις της εποχής. Ωστόσο, κατόρθωσε να λειτουργήσει τρία μόλις χρόνια καθώς συνάντησε την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας, που δεν έβλεπε θετικά την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας και των φιλελεύθερων αρχών στην εκπαίδευση -και μάλιστα των κοριτσιών. Η αντίδραση της τοπικής κοινωνίας κορυφώθηκε με την οργάνωση μεγάλου συλλαλητηρίου με αίτημα την κατάργηση του Παρθεναγωγείο.

Τα «αθεϊκά» εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του διχασμού που ξεσπά γύρω από το γλωσσικό ζήτημα μεταξύ δημοτικιστών και οπαδών της καθαρεύουσας, με την ισχυρή συμμετοχή της Εκκλησίας υπέρ των δεύτερων. Στο πλαίσιο αυτό ανακαλύπτονται και στο Βόλο οι «εχθροί» της πολιτείας, της θρησκείας και της οικογένειας στους κύκλους των μορφωμένων και των εργατών, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν δυναμικά εκείνη την εποχή. Έτσι, εκτός από το Παρθεναγωγείο, κλείνει το Εργατικό Κέντρο Βόλου, ενώ διώκονται ποινικά για «αθεϊσμό» 21 άτομα. Η ετυμηγορία της δίκης του Ναυπλίου, το 1914, ήταν αθωωτική για όλους τους κατηγορούμενους, ανακόπηκε ωστόσο η προοδευτική κοινωνική δράση τόσο του Παρθεναγωγείου του Βόλου όσο και του Εργατικού Κέντρου.

Στην δίκη,συνεδρίαση της 16 Απριλίου, ο επίσκοπος Δημητριάδος εκφράζει επιγραμματικά τις θέσεις της Εκκλησίας << Εις την συνείδησιν όλου του κόσμου  μαλλιαρισμός,αναρχισμός,σοσιαλισμός,αθεισμός, μασονία, είναι ένα και το αυτό>>.Από τότε και ύστερα τα ίδια ως θέση η συμπεράσματα χρησιμοποιήθηκαν εναντίον όλων των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, ενάντια στην πανεπιστημιακή διδασκαλία του Ι.Θ.Κακριδή, το 1941, στην πολεμική ενάντια της μεταρρύθμισης  του 1964 αλλά και για την υποστήριξη των εκπαιδευτικών ρυθμίσεων των διδακτοριών 1936 και 1967.

Εγραψε ο MERCURIUS ASTROLOGUS 1638

2014-04-28 190353

Τα Ελευσίνια Μυστήρια: παρουσίαση στον Ιανό, Τρίτη, 29 Απριλίου στις 20:30 μ.μ

Ο Ιανός μας προσκαλεί την Τρίτη 29 Απριλίου στις 20:30 στην παρουσίαση του συγγραφικού έργου της Φωτεινής Κακογιάννου, με τίτλο Τα Ελευσίνια Μυστήρια.

«Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και «μύησις» καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.»

— Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β’,36

Πολλά έχουνε γραφτεί για τα «Ελευσίνια Μυστήρια» και τα Μυστήριά τους.. . Όμως είναι η πρώτη φορά που ετοιμάζεται ένα ολοκληρωμένο έργο γύρω από αυτά.

Με μεγάλη μας τιμή παρουσιάζεται το συγγραφικό έργο της Φωτεινής Κακογιάννου
σε δύο τόμους: «Ελευσίνια Μυστήρια – Η πορεία προς την μύηση» (Εκδόσεις ΄Οστρια) στον Ιανό.

Παράλληλα με την παρουσίαση του σημαντικού αυτού βιβλίου θα τρέξουν και άλλα δρώμενα. Σε μεγάλη οθόνη θα παρουσιάζονται βίντεο με σκοπό την πνευματική μας μετάβαση σε αυτή την εποχή. Απαγγελίες Υμνων (Πυθαγόρειοι, Ομηρικοί, Ορφικοί) θα ακούσουμε στα πλαίσια της εκδήλωσης από επαγγελματίες ηθοποιούς όπως: το Χρήστο Σιμαρδάνη, Βασίλη Μαργέτη, Μαίρη Μάρκου.
Και φυσικά, «Μουσικά Διαλλείμματα Ψυχής» θα αποτελέσουν κομμάτια ερμηνευμένα ζωντανά από την Αθηνά Ρούτση και τη Ρένα Ρασούλη. Στο πιάνο η Αλκηστις Ραυτοπούλου.

Την εκδήλωση παρουσιάζει η ηθοποιός Μαίρη Μάρκου.

Η αναβίωση των Ελευσίνιων Μυστηρίων είναι από μόνο του μία δυνατή και μοναδική εμπειρία. Ένα ταξίδι… Το τελετουργικό των Ελευσίνιων μυστηρίων ήταν πολύπλοκο και η κατανόησή του απαιτούσε απελευθέρωση του νου ως προς το νοητικό κατεστημένο αλλά και μελέτη εις βάθος της Ελληνικής Μυθολογίας.
Οι συγκρίσεις και οι παραλληλισμοί των έξω και των έσω θα πρέπει να θεωρούνταν ως αυτονόητα.

Με άλλα λόγια το τελετουργικό υπαγόρευε την απελευθέρωση του νου από οποιαδήποτε γήινη καταγραφή, εάν θέλουμε να το πούμε με δικά μας λόγια από την μία πλευρά και από την άλλη προέτρεπε στην έρευνα.

Πρόγραμμα Εκδήλωσης

1) Βίντεο: Εισαγωγή Ελευσίνια Μυστήρια
2) ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοδωρακόπουλος ( σύμβουλος ΜΜΕ και καθηγητής στο Derby University ,στη Σχολή του ΑΝΤΕΝΝΑ , στο Εθνιό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και στο Ανοικτό Λαϊκό Πανεπιστήμιο Κρήτης). προλογίζει τη συγγραφέα Φωτεινή Κακογιάννου
3) Παρουσίαση βιβλίου από Φωτεινή Κακογιάννου:
1η θεματική: Τελετουργικό – Ιστορικά Στοιχεία
4) Μουσικό διάλλειμα: Τραγούδι: Αθηνά Ρούτση/ Ρένα Ρασούλη. Στο πιάνο η Αλκηστις Ραυτοπούλου.
5) Απαγγελία Ομηρικών Ύμνων από Χρήστο Σιμαρδάνη
6) Συνέχιση παρουσίασης βιβλίου από συγγραφέα:Β’ Θεματική ….
7) Ζωντανό Μουσικό διάλλειμα με Αθηνά Ρούτση / Ρένα Ρασούλη. Στο πιάνο η Αλκηστις Ραυτοπούλου.
8) Απαγγελία Ορφικών Ύμνων:/
9) Ζωντανό Μουσικό διάλλειμα με Αθηνά Ρούτση /Ρένα Ρασούλη. Στο πιάνο η Αλκηστις Ραυτοπούλου.
10) Απαγγελία Πυθαγόρειων Ύμνων από Βασίλη Μαργέτη
11) Επίλογος από Συγγραφέα βιβλίου Φωτεινή Κακογιάννου
12) Ζωντανό Μουσικό διάλλειμα με Αθηνά Ρούτση/ Ρένα Ρασούλη.Στο πιάνο η Αλκηστις Ραυτοπούλου.
13) Βίντεο Δρώμενο κλείσιμο για Ελευσίνια Μυστήρια

 

The fall of Acre in 1291 was one of the defining battles of the medieval world. As the Mamluks smashed down the city’s walls, Christendom’s 195-year experiment with crusading crashed into the sea along with the vast blocks of defensive masonry.

When the overwhelming forces of Sultan al-Ashraf Khalil massed around the city, most dignitaries fled by sea, leaving only the Templars and a crowd of terrified civilians. The Templars’ Grand Master fell fighting, so a senior Templar, Peter de Severy, went to the sultan to surrender on condition the civilians were given safe passage to Cyprus. The sultan agreed, but when the Templars opened the city’s gates, the attackers began committing atrocities against the women and children. The Templars immediately slammed the gates shut and loaded the panic-stricken civilians onto their remaining ships. Then, with their last transports gone, they turned to face the enemy. The sultan called for de Severy to come to his camp again so he could apologise. When de Severy arrived, there was no apology. Instead, the sultan had him beheaded in full sight of the Templars on Acre’s walls.

The Templars defended Acre for as long as they could. But the result was never in question. The city fell, and the Holy Land would not come under Christian rule again until Britain and her imperial allies took it in 1917. The fall of medieval crusader Acre was a seismic moment in European history. As late as 1853, the Royal Navy commemorated it with a ship — the HMS St Jean d’Acre.

There were barely any survivors. But a man named Jacques de Molay was almost certainly one. Before long, the Templars elected him their Grand Master.

To the local Latin Christians, the Templars were heroes. But when the knights returned to Europe, they suffered the fate of many of history’s soldiers.

Two millennia earlier, when Odysseus finally reached Ithaca after a decade fighting at Troy and another battling his way home, he barely recognised the society he found. And, more tragically, few recognised him through his beggar’s clothes (save for his faithful Argos, who only had the strength to wag his tail before dying).

American soldiers returning from Vietnam faced a similarly disconnected homecoming. And so did Jacques de Molay and the last crusaders. Europe had moved on, and the battles they had bled for no longer seemed valued by most of the people or rulers in whose name they had fought.

Today’s 700-year anniversary of the burning of Jacques de Molay, last Grand Master of the Knights Templar, marks one of history’s most vivid and poignant stories of the discarded soldier.

For two centuries, the Templars waged the bloody wars for Christian Jerusalem that Europe’s people demanded. But when the defeated crusaders came home, early 1300s Europe was preparing for Dante, Giotto, Marco Polo, Petrarch, Boccaccio, de Machaut, Chaucer, and a world of new discoveries. There was no room for knights bent on recapturing an oriental desert 3,000 miles away.

On Thursday 12 October 1307, de Molay was an honoured pall bearer in Paris at the royal funeral of the titular Empress of Constantinople, sister-in-law of King Philip IV of France. But the following dawn – Friday  13 of October — King Philip’s men kicked in the doors of the Templars’ commanderies all over France, and arrested all but a handful who evaded capture. (It is still popularly believed that these arrests are why Friday the 13th is unlucky.)

Philip charged the Templars with offences designed to scandalise and horrify the public: denying Christ, spitting on the crucifix, idol worship, blasphemy, and obscenity. He struggled to believe it himself, he said, but his priority was to protect the fabric of Christendom. It was:

A bitter thing, a lamentable thing, a thing which is horrible to contemplate, terrible to hear of, a detestable crime, an execrable evil, an abominable work, a detestable disgrace, a thing almost inhuman, an offence to the divine majesty, a universal scandal. (Philip IV, arrest orders)

Naturally, Philip had invented most of the charges, along with his phony remorse, as he needed to get people heated up in order to drown out the papacy’s inevitable outrage at such a blatant and unprovoked attack on the Church.

Nevertheless, Philip was feeling confident. He had played the game well. Pope Clement V could huff and puff, but Philip had wangled the papal throne for the untalented Clement two years earlier, so the rules of cronyism applied. None of this was lost on Dante, who railed against Clement’s toadying to Philip, his lust for power, nepotism, and simony. He accused Clement of being a lawless shepherd, of turning his office into a cloaca del sangue e de la puzza (sewer of blood and stink), and he specifically saved a place for him in Malebolge, the eighth circle of Hell.

When Clement heard of the arrests, he was furious at the full-frontal attack on his sovereignty. But he had no room for manoeuvre. So, rather than confront Philip (as Gregory VII or Boniface VIII would have), he opted to salve his wounded pride by trying to take charge of the matter.

As October ran into November, the French Templars were tortured mercilessly. Virtually all (including de Molay) confessed to Philip’s charges. Vindicated and flushed with self-righteousness, Philip wrote to the kings of Europe, inviting them to follow his most pious example.

Over in England, King Edward II was in no mood to play Philip’s cynical game. He knew and liked Jacques de Molay, and the Templars had served England and its kings with distinction. Instead, Edward went onto the attack, writing to Europe’s kings to rubbish Philip’s claims.

Meanwhile, in his attempt to steer events, Clement issued the bull Pastoralis praeeminentiae ordering Europe’s kings to arrest all Templars in the name of the pope.

In England, Edward felt he ought to comply, but had no real appetite for it. He gave the Order two weeks’ notice of the arrests, before rounding up a few Templars and relocating them to comfortable lodgings, while leaving the remainder in their commanderies.

Back in France, Clement dispatched cardinals to interview de Molay and a key lieutenant. To King Philip’s horror, now the two knights were talking to the pope’s men and not royal goons, they promptly withdrew their confessions and confirmed the Order was innocent of Philip’s charges.

Emboldened, Clement suspended the enquiries. Incensed, Philip threated Clement with violence, and insisted he reopen the enquiries. Clement eventually acquiesced, and announced that final judgement would be given in October 1310 at Vienne.

However, Philip was too experienced to attack on a single front alone. To keep the pressure on, Philip forced Clement to move the whole papal court to Avignon. This was the infamous «Babylonian Captivity» (1309–1377), in which seven French popes ruled from Avignon in an environment so luridly described by Petrarch.

To leave Clement in no doubt who was boss, Philip also forced him to open a posthumous trial into Pope Boniface VIII, who had died from shock a few years earlier after Philip’s men had violently kidnapped him. Philip’s lawyers even drafted the usual trumped-up charges: heresy, idolatry, homicide, simony, fornication, and sodomy.

In London, Edward was still not taking the charges seriously. The Inquisition had never set foot in England, but on Pope Clement’s insistence, two French inquisitors arrived in September 1309 and began examining the Templars in London, York, and Lincoln. No confessions were forthcoming, as even though the inquisitors eventually forced Edward to allow them to use torture, they could find no skilled or willing torturers.

In a request with a familiar and sinister post-9/11 ring, they asked to transfer the English Templars to the County of Ponthieu in Picardy, which was an English crown possession but subject to French law. There, they explained, they would be on English land, but free to apply as much torture as they needed. Edward refused.

Back in France, Clement wanted to talk to de Molay, who was now at the French royal castle at Chinon. However, de Molay was too weakened by the prolonged torture to travel, so Clement sent three cardinals to interview him. It was here, in the Loire valley, that the cardinals drew up the so-called “Chinon parchment”, which provoked such excitement when discovered in the Vatican’s Secret Archives in 2001. (The archives are not actually secret. Secretum means “private” in the sense of belonging to the pope rather than any specific Vatican department.) However, despite the hype, the parchment’s content has always been known from other documents.

It records that five of the most senior Templars, including de Molay, with no torture, of their own free will, all openly and voluntarily confessed.

However, what really matters is exactly what they admitted. Sadly for the conspiracy theorists, it is not much. They said that new Templar recruits were pulled aside after their ceremonies. Geoffroi de Gonneville gave a description:

His receptor, after bestowing the mantle of the Knights Templar upon the newly received member, showed him a cross depicted in some book and said that he should denounce the one whose image was depicted on that cross. When the newly received did not want to do so, the receptor told him multiple times that he should. And since he completely refused to do it, the receptor, seeing his resistance, said to him: “Will you swear to me that if asked by any of the brothers you would say that you had made this denouncement, provided that I allow you not to make it?” And the newly received answered “yes”. He also said that the receptor told him that he should spit on the aforementioned cross. When he did not wish to do so, the receptor placed his own hand over the depiction of the cross and said, “At least spit on my hand!” And since the initiate feared that the receptor would remove his hand and some of the spit would get on the cross, he did not want to spit on the hand, but instead chose to spit near the cross. (Chinon parchment, 1308)

This bizarre tradition may have been part of some long-forgotten character test or psychological preparation for capture. Geoffroi de Gonneville had two suggestions of his own. He had heard the denial was in imitation of St Peter. Or that a former Grand Master had been captured by the enemy, and a condition of his release was that he introduce this ritual — as a humiliation, and a foretaste of what awaited any captured Templar.

Whatever the extraordinary tradition’s origin and function, de Molay and the others confessed to it and begged forgiveness from the cardinals, who granted them absolution and reconciled them to the Church.

We will never know what truly happened at Chinon. Maybe the senior Templars made up these small admissions in order to gain absolution? Or maybe they knew that professing innocence would lead to their execution as relapsed heretics? Alternatively, perhaps the cardinals made it up, either to implicate the Templars or to prevent them from relapsing? Who knows. The following year de Molay insisted that he had not confessed to anything serious at Chinon. And, most oddly, one of the others confessed to seeing the famous idol (usually known as Baphomet) at Montpellier, which almost certainly takes the parchment into the realm of fantasy. The only question is: whose?

Towards the end of the year, something very significant began to happen. Slowly, the Templars started to fight back. One by one, they withdrew their blood-soiled admissions. By May, some 600 Templars had withdrawn their confessions. Sensing no end in sight, Clement postponed final judgement at Vienne by a year.

In Paris, King Philip immediately saw that the tide was turning against him, and that he needed to do something decisive. He therefore summoned the bishop of Sens and forced him to re-examine the Templars in his diocese. When 54 Templars insisted on their innocence, the bishop dutifully denounced them as relapsed heretics.

As Philip had known all along, a heretic who confessed was welcomed as a lost sheep, given penance, and reconciled to the Church. But if the penitent then slipped back into the heresy, he had rejected all grace, spurned salvation, and was a direct threat to Christian society.

On 12 May 1310, as Philip knew he would, the bishop of Sens burned the 54 Templars alive. This appalling cruelty gave Philip the shot in the arm he needed. The remaining Templar resistance petered out.

The sorry tale was drawing to a close. In October 1311, the long-awaited Council of Vienne opened to give final judgement. The evidence did not amount to much. The only Templars who had comprehensively confessed to Philip’s 127 charges were the ones tortured in his dungeons or those in territories loyal to him. There were virtually no confessions from abroad.

True to form, Philip showed up to threaten Clement with physical violence unless he shut down the Templars. There were protests from the other church delegates, who felt the Templars had not been given an opportunity to defend themselves. They also pointed to the suspicious similarity of the charges with those Philip had recently brought against the dead Pope Boniface VIII. None of this helped Clement, who threatened anyone who spoke further with excommunication.

Finally clear to impose Philip’s will, in March 1312, with Philip and his son flanking him, Clement issued the bull Vox in excelso. Citing the irreparable damage done to the Templars’ reputation, he pronounced judgement with a formula that completely sidestepped the question of innocence or guilt:

We suppress, with the approval of the sacred council, the order of Templars, and its rule, habit and name, by an inviolable and perpetual decree, and we entirely forbid that anyone from now on enter the order, or receive or wear its habit, or presume to behave as a Templar. (Vox in excelso)

It was over. All that remained was to tie up the loose ends. Templars who had confessed crimes were sentenced to imprisonment. Those who had remained silent were sent to other religious Orders.

To draw down the final curtain, on the 18th of March 1314 the four most senior living Templars were hauled to Paris. On a rostrum erected on the parvis before the great cathedral of Notre-Dame, they were publicly condemned to perpetual imprisonment. Hugues de Pairaud and Geoffroi de Gonneville accepted the sentences in silence. But Jacques de Molay and Geoffroi de Charney stunned the crowd by talking over the cardinals and professing their innocence and that of the Temple.

The electrifying news was rushed across the city to King Philip at the Louvre. Desperate to crush this dangerous new defiance, he abandoned all legal procedures and ordered the two old Templars to be burned without delay.

So as dusk fell and the canons of Notre-Dame lit the candles and incense for the lucernare before Vespers, the provost of Paris’s men torched two nearby pyres and sent de Molay and de Pairaud up in smoke alongside the canons’ prayers.

A royal chaplain eyewitness described de Molay’s last words (in verse):

“God knows who is in the wrong and has sinned. Misfortune will soon befall those who have wrongly condemned us; God will avenge our deaths. Make no mistake, all who are against us will suffer because of us. I beseech you to turn my face towards the Virgin Mary, of whom our Lord Christ was born.” His request was granted, and so gently was he taken by death that everyone marvelled. (Geoffroi de Paris)

Rumours began to circulate that, at the end, de Molay had also shouted out, summoning Philip and Clement to meet him within a year and a day before God, where they would be judged for their crimes.

De Molay and de Pairaud quickly came to be seen as martyrs. In the cold dawn light, Parisians foraged in the pyres’ ashes for relics. Medieval writers took up the popular outrage. Dante accused King Philip of undermining Christendom. A Tuscan chronicler even declared that the abolition of the Templars was one of the leading causes of the Black Death.

It had taken Philip seven years, but he finally had what he wanted — the Templars’ vast treasury he had coveted for so long, and a demonstration that he could destroy one of the Church’s most powerful organisations. But, as it turned out, he did not live to enjoy either victory.

Clement and Philip were both dead within the year. The “curse” of Jacques de Molay had been fulfilled.

De Molay’s death was more than just the brutal execution of a 72-year-old soldier. It was the culmination of a cynical, politically-orchestrated miscarriage of justice masterminded by a ruthless king and facilitated by a craven pope — both of whom owed de Molay and the Templars far better.

If de Molay had ever learned the skills of high politics, he may have saved his Order. But he was a simple monk and soldier who trusted in authority and the chain of command — believing up to the end that the pope would come through for them. He relied on the notion, as soldiers do, that on coming home from fighting the battles he had been ordered into, his masters would recognise and respect his contributions.

Today should perhaps stand as a national day to remember former members of the armed forces. Not a memorial for the fallen, but for the living — those who are all too often written off as having fought yesterday’s conflicts. It is easy for observers to look back over history and exercise twenty-twenty hindsight, judging which conflicts were just and worthwhile and which were not. But perhaps on “De Molay Day” we can recognise that many in the armed forces do not have the luxury of this choice. And there should be an appropriate time to remember that.

More by our history blogger Dominic Selwood
The bloody underside of the ‘civilised’ Renaissance
The man who created poison gas: a horror story
King Alfred deserves a Catholic burial

7

Η ανέκδοτη έως τώρα εμπιστευτική αναφορά του γενικού προξένου του Παπικού Κράτους στην Κέρκυρα µαρκήσιου Cαrlo de Ribas-Pieri (Κέρκυρα 18/30 Ιουλίου 1825), που απευθύνεται προς τον Γραµµατέα του Κράτους του Βατικανού (Υπουργό των Εξωτερικών) καρδινάλιο Giulio Maria della Sοmaglia, αποτελεί πολύτιµο ιστορικό ντοκουµέντο για τον αξιόλογο εθνικοαπελευθερωτικό ρόλο των µυστικών εταιρειών κατά την διάρκεια της Ελληνικής Εθνεγερσίας. H αναφορά τούτη στάλθηκε στον αποδέκτη της µαζί µε άλλα σπουδαία έγγραφα1 γύρω από την απόκρυφη οργανωτική δραστηριότητα, καθώς και τις πολεµικές θυσίες του Ευρωπαϊκού Καρµποναρισµού στο βωµό της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Η παρουσίαση της εµπιστευτικής αναφοράς και των άλλων εγγράφων ανοίγει την αυλαία σε µια εντελώς άγνωστη και ανεξερεύνητη έως τώρα περιοχή του Ιερού Αγώνα, δηλαδή της πολεµικής συµµετοχής του Ευρωπαϊκού Καρµποναρισµού στην επιτυχία της Eλληνικής Επαναστάσεως του 1821. Έτσι, από τα δηµοσιευόµενα τώρα εδώ έγγραφα, εξακριβώνεται η λειτουργία κανονικού Καρµποναρικού Εργαστηρίου, στην επαναστατηµένη Ελλάδα και στην περιοχή της Κορίνθου (1822).

Και πρώτα-πρώτα είναι χαρακτηριστική, αλλά και αξιοθαύµαστη, η ακούραστη προσπάθεια, όχι µόνο των ηγετών της Ελληνικής Επαναστάσεως, αλλά και κάθε µυηµένου µέλους, Ευρωπαίου ή Έλληνα, στον Καρµποναρισµό, για την επιµελέστατη απόκρυψη κάθε αχναριού της εταιριστικής αυτής κινήσεως στην ανταριασµένη χώρα. Ο λόγος είναι πασίγνωστος. Οι Καρµπoνάροι, µέλη της µυστικης πολιτικής οργανώσεως που ιδρύθηκε, όπως είναι γνωστό, στη Νεάπολη της Ιταλίας στα τέλη του 18ου αιώνα, µε σκοπούς εθνικοαπελευθερωτικούς και δηµοκρατικούς, καθιερώνοντας αλιγορικές ονοµασίες κλπ. από τη ζωή των καρβoυνιάρηδων και παραλλαγές από τα τυπικά του Ελευθέρου Τεκτονισµού, ήταν αληθινός εφιάλτης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων της εποχής (Ιερή Συµµαχία). Είναι γνωστό επίσης ότι στο περίφηµο συνέδριο του Λάιµπαχ (Γενάρης – Μάης 1821) οι Καρµπονάροι κηρύχθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας, µε την ποινή του θανάτου. Eπόµενo ήταν λοιπόν η επαναστατηµένη Eλλάδα, που αγωνίστηκε από την πρώτη στιγµή στον τοµέα της διπλωµατίας, για την αναγνώριση των ιερών δικαίων της από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να πασχίζη κάθε φορά για να φαίνεται σ’ αυτές ως άσχετη και ξένη στις καρµποναρικές αρχές και ιδέες. Από την άλλη µεριά, ωστόσο, έρχονται στην επαναστατηµένη Ελλάδα ενθουσιώδεις Ευρωπαίοι εθελοντές καρµπονάροι, για να δώσουν ακόµα και τη ζωή τους στον Ιερό Αγώνα. Ξεχωριστές προσωπικότητες Ευρωπαίων Καρµπονάρων, όπως του Κόντε Σανταρόζα, του Λόρδου Μπάιρον, του Στρατηγού Ροζαρώλ, του Μεγάλου Διδασκάλου της Vendita Colleli, του ηρωικού Συνταγµατάρχη και Ιππότη Torella και τόσων άλλων, έρχονται στην Ελλάδα για να πολεµήσουν και να θυσιασθούν.

Στη γνωστή έως τώρα βιβλιογραφία γύρω στο Εικοσιένα πουθενά δεν αναφέρεται η οργανωτική και πολεµική δραστηριότητα των Καρµπονάρων στον ελλαδικό χώρο. Μνεία φηµών γίνεται µόνο για την παρουσία τους στην επαναστατηµένη Ελλάδα, χωρίς να επιβεβαιώνεται ποτέ το παραµικρό από την δηµοσίευση εγγράφων ή άλλων µαρτυρικών πηγών2. H σηµερινή λοιπόν ανακοίνωση, που αποτελεί µέρος ευρύτερης µελλοντικής εργασίας µας, πιστεύουµε πως ανοίγει νέους ορίζοντες για την έρευνα του ιστορικού αυτού θέµατος.

Τα δηµοσιευόµενα παρακάτω κείµενα είναι τα εξής:

Έγγραφο πρώτο: Eμπιστευτική έκθεση του γενικού προξένου του Παπικού Κράτους στην Κέρκυρα μαρκήσιου Carlo de Ribas-Pieri (Κέρκυρα 18/13 Ιουλίου 1825), που μνημονεύθηκε ήδη στην αρχή, αναφερόμενη κυρίως στα περιστατικά της συλλογής των πληροφοριών του και της αποστολής διαφόρων μυστικών καρμποναρικών εγγράφων. Όπως γράφει ο ίδιος, απευθυνόμενος προς τον Υποργό των Εξωτερικών του Βατικανού, ο συμπολίτης (από την Μπάστια της Κορσικής) και φίλoς του Βικέντιος ντ’ Οντιάρντι, Αρχηγός της Αστυνομίας Κερκύρας, από τις αρχές του ερχομού των Άγγλων εκεί, που είχε υπηρετήσει άλλοτε ως υπάλληλος στην Αστυνομία της Σικελίας, του εμπιστεύθηκε τα έξης: Όταν υπηρετούσε στη Σικελία έλαβε από τους ανωτέρους του την έντολη «να σχετισθή” με τους Καρμπονάρους αποβλέποντας στην αποκάλυψη των μυστικών ενεργειών και σχεδίων των. Ο ντ’ Οντιάρντι κατάφερε να εισδύση στις τάξεις των Ιταλών Καρμπονάρων και να μάθη τα μυστικά σημεία, χειραψίες, λέξεις, κλπ. Το φθινόπωρο του 1822 γνώρισε στην Κέρκυρα τον φιλέλληνα Καρμπονάρο, επίσης συμπολίτη του (από την Μπάστια της Κορσικής) Νικόλαο Γκριφφόνι, Ιππότη της Λεγεώνος της Τιμής, που είχε πολεμήσει τον Ιούλιο του ίδιου εκείνου χρόνου στη μάχη του Πέτα, κι αφού του φανέρωσε τις μυστικές λέξεις και τα σημεία της μυστικής επαναστατικής εταιρείας απόκτησε την εμπιστοσύνη του. Έτσι, ανάμεσα στα άλλα ο ντ’ Οντιάρντι αντέγραψε από τα χαρτιά του Γκριφφόνι, που είχε αφήσει στο σπίτι του Γενικού Αστυνόμου, προφανώς ως “φιλοξενούμενός” του, ορισμένα σημαντικά έγγραφα, όπως τις κατηχήσεις των Καρμπονάρων σε βαθμό Μαθητού, την ονοματολογία του Καρμποναρικού Συμποσίου, τις μυστικές λέξεις Μαθητού και Διδασκάλου, τους όρκους και τα σημεία αναγνωρίσεως των Καρμπονάρων που δρούσαν εκείνο τον καιρό στην Ελλάδα, την αρχή του Καρμποναρικού διπλώματος του Γκριφφόνι (Ανατολή Κορίνθου 1822), τον πίνακα των Ευρωπαίων και των Eλλήνων Καρμπονάρων στρατιωτικών, που έπεσαν ή επέζησαν κατά την πολύνεκρη μάχη του Πέτα, κλπ. Όλα εκείνα τ’ αντίγραφα ο Αρχηγός της Αστυνομίας παρέδωσε στο φίλο του γενικό πρόξενο του Π απικού Κράτους στην Κέρκυρα, κι ο τελευταίος τα έστειλε στον Yπoυργό των Εξωτερικών του Βατικανού. Αξιομνημόνευτο σημείο επίσης της αναφοράς αυτής του γενικού προξένου είναι η μνεία της παρουσίας πολλών και διακεκριμένων Ναπολιτάνων Καρμπονάρων προσφύγων στην Κέρκυρα3.

Συνημμένα έγγραφα αριθ. 2: α) Διδασκαλία του Α’ βαθμού (Μαθητού) των Καρμπονάρων, β) Ονοματολογία των σκευών του Καρμποναρικού Συμποσίου, γ) Λέξεις αναγνωρίσεως Μαθητού και Διδασκάλου Καρμπονάρων, δ) Περιγραφή της τελετής και εισδοχής εις τον, Α’ βαθμόν των Καρμπονάρων, κλπ. ε) Σημείωμα του Γενικού Αστυνόμου Κερκύρας για την έλευση και αναχώρηση του Νικολάου Γκριφφόνι από την επαναστατημένη Ελλάδα4.

Έγγραφο αριθ. 3: Απόσπασμα του Καρμποναρικού διπλώματος του Νικολάου Γκριφφόνι (Κόρινθος 1822). Έγγραφο αριθ. 4: Πίνακας ονομάτων των Ευρωπαίων και των Ελλήνων αγωνιστών της μάχης του Πέτα (Ιούλιος 1822).

carbonariinitiation

Η σημερινή μας ανακοίνωση κλείνει με την παρουσίση δύο Ελληνικών Καρμποναρικών διπλωμάτων (Ναύπλιο 1827). (Τα διπλώματα, με προλεγόμενα και σχόλια δημοσιεύονται ιδιαίτερα στο τέλος της ανακοινώσεως).

Παπικόν Γενικόν Προξενείον

εις τα Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων

Αείποτε εμπιστευτικόν

Πανιερώτατε και Σεβασμιώτατε Πρίγκιψ

Μετά πάσης νομιμοφροσύνης και ειλικρινείας εξομολογούμαι εις τον Θεόν και εις την Υμετέραν Σεβασμιωτάτην Πανιερότητα, ότι επί δύο ημέρας και δύο νύκτας εβασανίσθην από την σκληροτέραν αβεβαιότητα πριν λάβω τον κάλαμον δια να διατυπώσω ταπεινώς την παρούσαν αναφοράν μου, καθόσον αφ’ ενός μεν έβλεπα το Ιερόν μου καθήκον όπως ανεγείρω τον πέπλον εις ένα μυστήριον, αληθώς υφιστάμενον σήμερον και δυνάμενον να επηρεάση όχι μόνον την ασφάλειαν και την γαλήνην της Σεπτής Παπικής Κυβερνήσεως, αλλά σχεδόν απάσης της Ευρώπης, αφ’ ετέρου δε αντελαμβανόμην ότι εκπληρών το καθήκον τούτο εξετιθέμην εις μέγα κίνδυνον να μαχαιρωθώ από τα άτομα περί ων οφείλω να ομιλήσω εις την Υ.Σ.Π. Υπέφερα ευρισκόμενος εις τοιαύτην εξαιρετικήν και θλιβεράν κατάστασιν, διότι έχω μίαν κόρην, ευρισκομένην εις την τρυφεράν ηλικίαν των τεσσάρων ετών, που την αγαπώ στοργικά και η οποία δεν έχει πλην εμού άλλα στηρίγματα. Εν τούτοις εξετάζων ωρίμως το περιελθόν εις εμέ στοιχείον και το ότι έχω ορκισθεί πίστιν εις την Παπικήν Κυβέρνησιν προτού να γίνω Πατέρας και ότι διά να την υπηρετήσω επωφελώς και επαξίως ώφειλα να θυσιάσω και αυτήν την ύπαρξίν μου, εξ άλλου δε ήμουν βεβαιότατος ότι η γενναιοφροσύνη της ρηθείσης Κυβερνήσεως εν ουδεμιά περιπτώσει ήθελε εγκαταλείψει ένα κοριτσάκι, το οποίον θα έμενεν ορφανό επειδή ο πατέρας του ηθέλησε να υπηρετήσει την Κυβέρνησιν μετά ζήλου και τιμής.

Εισέρχομαι εις το θέμα, επί του οποίου δεν θα ηδυνάμην επαρκώς να συστήσω την εχεμύθειαν της Υ.Σ.Π., ίνα ούτε εγώ, ούτε οι άλλοι τους οποίους θα κατονομάσω εκτεθώμεν εις οιονδήποτε χρόνον και παρακαλώ συγχωρήσατέ με.

Ο Κύριος Βικέντιος ντ’ Οντιάρντι, από την Μπάστια της Κορσικής, είχεν ακούσει να γίνεται λόγος διά ταραχάς τινάς, επισυμβάσας εις την περιοχήν αυτήν και εις τας πόλεις Πεζάρο και Φάνο, ων δε πραγματικός και καλός νομιμόφρων εν παντί χρόνω και τόπω, έμμισθος καπετάνιος του Βρεταννικού Ναυτικού, υπηρετήσας και εις την στρατιάν των Γάλλων εξορίστων υπό την διοίκησιν της Α.Β.Υ. του Κόμητος της Προβηγγίας, όστις αργότερα ανήλθεν εις τον θρόνον της Γαλλίας υπό το όνομα Λουδοβίκος XVΠI, υπηρετήσας επίσης εις την Αστυνομίαν της Σικελίας, καθ’ ην εποχήν την εκράτουν οι Άγγλοι ίνα αντιταχθούν εις τα σχέδια του Ναπολέοντος, ευρεθείς εν τω μέσω όλων αυτών των δολοπλοκιών υπό το πρόσχημα αλληλογραφίας της θανούσης Βασιλίσσης Μαρίας Καρολίνας μετά του εν λόγω Ναπολέοντος, ωνομάσθη υπό της Αυτού Χριστιανικωτάτης Μεγαλειότητος Ιππότης του Αγίου Λουδοβίκου και τελικώς υπηρέτησε εις την νήσον ταύτη ως διευθυντής της Αστυνομίας όταν ήλθον οι Άγγλοι6, μου ενεπιστεύθη ούτος όσα ευθύς προβαίνω να αποκαλύψω εις την Υ.Σ.Π., άνευ φόβου να προσβάλλω την λεπτότητά μου ή να βαρύνω την συνείδησίν μου, και τουτοπράττω λόγω τηςσοβαρότητος της περιπτώσεως, ίνα ή Υ.Σ.Π. δυνηθή να λάβει εκείνα τα μέτρα, τα οποία η απεριόριστος και βαθεία ,φώτισίς Της θα κρίνη πρόσφορα.

Μου ενεπιστεύθη λοιπόν ο ρηθείς ντ’ Οντιάρντι, ότι υπηρετήσας ως υπάλληλος εις την δυσχερή θέσιν της Αστυνομίας της Σικελίας, ως προανέφερα, ώφειλε κατ’ ανωτέραν διαταγήν να μανθάνει απάσας τας κινήσεις και τας λέξεις των Καρμπονάρων, διά να τους γνωρίσει, να τους κάμει να πιστεύσουν και τούτον ως ιδικόν των και ούτω να υπεισέλθει εις τα σχέδιά των, δια να τα αποτρέψη εν καιρώ. Δια τοιούτων μέσων εγνωρίσθη ενταύθα το 1822 με τον Νικόλαον Γκριφφόνην από την Μπάστια, ετών 31, υψηλού αναστήματος, με καστανήν κόμην, Ιππότην της Λεγεώνος της Τιμής, ο οποίος επέστρεφε εξ Ελλάδος μετά την μάχην του Πέτα και χάρις εις τας μυστηριώδεις λέξεις και τα αρμόζοντα σημεία του ρηθέντος ντ’ Οντιάρντι, ο οποίος ήτο και συμπατριώτης του, τον ενημέρωσε περί διαφόρων πραγμάτων, άτινα αναφέρω αναλυτικώς εις την Υ.Σ.Π.

Εν πρώτοις ο ρηθείς Γκριφφόνι αφήκε εις την οικίαν του προαναφερθέντος ντ’ Οντιάρντι διάφορα χαρτιά, μέρος των οποίων ηδυνήθη ούτος να αντιγράψει, μεταξύ αυτών δε είναι ο βδελυρός όρκος τον οποίον ομνύουν οι Καρμπονάροι, όταν γίνονται δεκτοί εις την οργάνωσιν, ένα απόσπασμα του Καρμποναρικού διπλώματος του ιδίου Γκριφφόνι και ο κατάλογος των στρατιωτικών διαφόρων εθνών, οίτινες μετέσχον της εν λόγω μάχης του Πέτα και επειδή πολλοί εξ αυτών περιπλανώνται εις την Ευρώπην διαδίδοντες την ψευδή των θεωρίαν, φρονώ μετά σεβασμού ότι θα ήτο ωφέλιμον εις πάσαν νόμιμον κυβέρνησιν να μάθει αυτήν την φάραν. Υποβάλλω εις την Υ.Σ.Π. αντίγραφα των τριών ντοκουμέντων.

Εκείνο το οποίον εφείλκυσε μεγάλως την προσοχήν μου και το οποίον υπερβάλλοντας με εξέπληξε ήτο η διαβεβαίωσις την οποίαν μου έδωσε ο αναφερθείς Ιππότης ντ’ Οντιάρντι και η οποία αξίζει να εξελεγχθή διά το καλόν της ανθρωπότητος, ότι είχε μάθει, όχι μόνον από τον ρηθέντα Γκριφφόνι, αλλά και από δύο άλλους Κορσικανούς και από έναν τέως Γάλλον Αξιωματικόν, άπαντας Καρμπονάρους, ότι τρείς ήσαν οι σύνδεσμοι δια των οποίων η οργάνωσίς των ελάμβανε πάσαν βοήθειαν, πάσαν εντολήν και πάσαν οδηγίαν: πρώτον εκ Ρώμης, από τον Πρίγκιπα του Κανίνο, Λουκιανόν Βοναπάρτην, δεύτερον εκ Τεργέστης, από τον Ιερώνυμον Βοναπάρτην και τρίτον εκ Πάρμας, από τους εντεταλμένους της Αυτοκρατορικής Αρχιδουκίσσης.

Εάν αυταί αι μηχανορραφίαι, εάν αυταί αι θλιβεραί εκθέσεις πράγματι αληθεύουν η Υ.Σ.Π. γνωρίζει εν ριπή οφθαλμού ποίας ανυπολογίστους και οδυνηράς συνεπείας θα ήτο δυνατόν να επιφέρουν, όχι μόνον εις το Παπικόν Κράτος και την Ιταλίαν, αλλά και εις την Ευρώπην. Σπεύδω να αποκαλύψω ταύτα εις την Υ.Σ.Π., καθόσον και η μικροτέρα ένδειξις εις ένα θέμα δημοσίας, αλλά και ιδιωτικής ασφαλείας, φρονώ ότι δύναται να αποβεί χρήσιμος εις την διάλυσιν του σκότους. Το βέβαιον εν τούτοις είναι ότι οι Ναπολιτάνοι Καρμπονάροι, οι ευρισκόμενοι ενταύθα ως πρόσφυγες, ετέλουν εν πλήρει γνώσει των τεκταινομένων εις το Κράτος εκείνο και από τα μέσα σχεδόν του παρελθόντος Μαΐου με ερωτούσαν επανειλημμένως εάν εγνώριζα ότι εις την Ρώμην εξεδηλώθη εξέγερσις, εις το οποίον απήντησα με αξιοπρεπή περιφρόνησιν, ότι το παν ήτο εν ηρεμία, τας επομένας δε ημέρας στενοχωρήθηκα βλέπων να έρχεται προς εμέ κατά τον δημόσιον περίπατον ένας εκ των ρηθέντων Καρμπονάρων, ο οποίος μειδιών πονηρώς με ηρώτησεν εάν ο Πάπας ήτο ακόμη εις την Ρώμην. Ταύτα ήσαν ακριβώς τα λόγια τα οποία μου απηύθυνε. Του απήντησα ως ώφειλα.

Γνωρίζουσα η Υ.Σ.Π. εν λεπτομερεία την ακριβή κατάστασιν των εν λόγω πραγμάτων, ευρίσκεται επομένως εις θέσιν να σταθμήση, ως κρίνει, πάντα ταύτα ησθάνθην ως καθήκον να αναφερθώ πάραυτα και την ικετεύω όπως προς ησυχίαν μου με τιμήση δια της σεβασμίας απαντήσεώς Της.

Επί τη ευκαιρία ταύτη τολμώ να παρακαλέσω ταπεινώς τας ανωτέρας Αρχάς της Υ.Σ.Π. ίνα ευδοκήσουν να υποβάλουν εις τους Αγίους Πόδας του Αγιωτάτου Ημών Πατρός τον ευσεβέστατον ασπασμόν μου, τα αισθήματα της πίστεώς μου, προσηλώσεως και ευπειθείας και να ικετεύσω ως έμφυτον Αυτή γενναιοδωρίαν την ειδικήν χάριν της προαγωγής μου από του βαθμού του Πλωτάρχου εις Πλοίαρχον. Γνωρίζω ότι εις τους Παπικούς Προξένους, γενικώς ομιλούντες, δεν παρέχεται τοιούτος βαθμός, αλλά επειδή ευρίσκομαι εις μίαν ειδικήν κατάστασιν και εις την ανάγκην να καλυφθώ έναντι ωρισμένων ευθυνών από μίαν Σχισματικήν Προτεσταντικήν Κυβέρνησιν7, η οποία αποδίδει βαρύτητα εις τους βαθμούς και εις τας εξωτερικάς εκδηλώσεις, τρέφω δια ταύτα την ελπίδα ότι η Υ.Σ.Π., προβαίνουσα εις εξαίρεσιν του κανόνος, θα ευδοκήση να μου κάμη αυτήν την χάριν, διά τον πρόσθετον λόγον όπως δυνηθώ να εκτελώ το Προξενικόν Λειτούργημα μετά μείζονος αξιοπρεπείας και χρησιμότητος.

Έχων την τιμήν να επαναβεβαιώσω την Υ.Σ.Π. περί του βαθυτάτου μου σεβασμού και ίσης αφοσιώσεως, μεθ’ ης ασπάζομαι την Ιεράν Πορφύραν, διατελώ αναλλοίωτως, πιστός.

Κέρκυρα 18 Ιουλίου 1825

Υ.Γ. Επρόκειτο να κλείσω την παρούσαν ευσεβή αναφοράν μου όταν, ήλθε εις εμέ ο αναφερόμενος ντ’ Οντιάρντι και εις επιβεβαίωσιν ενός μέρους των όσων μου είχεν εκθέσει μου παρέδωσε τα τρία έγγραφα ομού με τα έτερα τρία θεωρώ καθήκον μου να υποβάλλω ταύτα προς την Υ.Σ.Π.

Ταπεινότατος, Ευπειθέστατος και λίαν Αφοσιωμένος θεράπων

ο Μαρκήσιος C. de Ribas

Προς τον Καρδινάλιον Κύριον Giulio Maria della Somaglia Γραμματέα του Κράτους κλπ. κλπ. κλπ. Ρώμην

Μετα 3 εγγράφων.

α) Κατήχησις ενός Καλού Εξαδέλφου Καρμπονάρου εις βαθμόν Μαθητού.

Ε. Πόθεν έρχεσθε Καλέ μου Εξάδελφε;
Α. Από τό Δάσος.
Ε. Τί εκάματε εκεί;
Α. Με κάθε θυσία προμηθεύτηκα υλικά για ν’ ανάψω το καμίνι.
Ε. Τί μας φέρνετε;
Α. Χαιρετισμούς και φιλίαν προς όλους τους Καλούς Εξαδέλφους.
Ε. Που εγίνατε δεκτός;
Α. Επί σπαργάνου μιας τελείας Αγοράς.
Ε. Πόθεν σας έκαμαν να διέλθετε;
Α. Εις τό μέσον Δάσους, έμπροσθεν από καμίνι ανθράκων, αναμμένων από τρεις Καλούς Εξαδέλφους εις ένα θάλαμον τιμής.
Ε. Κατά ποίον τρόπον εισήχθητε;
Α. Ήμουν ευπρεπώς ενδεδυμένος, αλλά με καλυμμένους τους οφθαλμούς.
Ε. Εκάματε καμμίαν περιοδείαν;
Α. Έκαμα δύο, την πρώτην διά του Δάσους και την δευτέραν διά του πυρός.
Ε. Τί συμβολίζει η πρώτη περιοδεία διά του Δάσους;
Α. Ότι η ανθρωπίνη ζωή περιβάλλεται από κινδύνους προς αποφυγήν των οποίων οφείλει κάθε Καλός Εξάδελφος να είναι πάντοτε άγρυπνος και προσεκτικός.
Ε. Τί συμβολίζει η δευτέρα περιοδεία δια του πυρός;
Α. H δευτέρα αύτη περιοδεία δείχνει ότι η καρδιά των Καλών Εξαδέλφων πρέπει να εξαγνισθεί από κάθε ελάττωμα, το οποίον διαφθείρει και κηλιδώνει τα χρηστά ήθη.
Ε. Τί άλλο παρετηρήσατε κατ’ αυτάς τας περιοδείας;
Α. Οδηγήθηκα με καλυμμένους τους οφθαλμούς εις την Αγοράν και μου εζητήθη να είπω το όνομα, επώνυμον, Πατρίδα, αστικήν κατάστασιν και τόπον της παρούσης διαμονής μου.
Ε. Τί εκρατούσαν εκείνοι οι οποίοι σας εδέχθησαν;
Α. Καυσόξυλα, χώμα και φύλλα.
Ε. Τί εσήμαιναν τα τρία αυτά πράγματα;
Α. Ότι χωρίς να παρασκευασθούν τα υλικά δεν είναι δυνατόν να παραχθούν κάρβουνα στο Καμίνι.
Ε. Εισαχθέντες εις την Αγοράν, πέραν του ονοματεπωνύμου, τί άλλο απαγγείλατε;
Α. Γονυπετής έμπροσθεν του Κορμού ώμοσα τον όρκον μου, απεκαλύφθησαν οι οφθαλμοί μου και εδιδάχθην τα σημεία, λέξεις και χειραψίαν.
Ε. Ποία είναι αυτά τα σημεία;
Α. Ιδού (εκτελούν τα σημεία).
Ε. Ποίαι είναι αι λέξεις;
Α. Δεν τας γνωρίζω όλας, ειπέτε μου την πρώτην λέξιν να σας είπω την δευτέραν (δίδονται αι λέξεις).
Ε. Ποία είναι η χειραψία;
Α. Ιδού (εκτελείται ή χειραψία)
Ε. Τί συμβολίζει ο Κορμός;
Α. Τον ουρανόν και την σφαιρικότητα της Γης.
Ε. Τί εννοείται με αυτήν την αλληγορίαν;
Α. Την Γην επί της επιφανείας της οποίας είναι διεσπαρμένοι άπαντες οι Καλοί Εξάδελφοι και τον ουρανόν ο οποίος με τον θόλον του μας σκεπάζει και προστατεύει.
Ε. Τί επαρατηρήσατε άνωθέν σας;
Α. Επτά στοιχεία τοποθετημένα με τάξιν.
Ε. Ποία είναι αυτά τα στοιχεία;
Α. Το σπάργανον, το ύδωρ, το πυρ, το άλας, ο σταυρός, το καυσόξυλον και τα φύλλα.
Ε. Τί συμβολίζει το λευκόν σπάργανον;
Α. Συμβολίζει την αθωότητα των ηθών, ουσιώδη εις πάντας τους Καλούς Εξαδέλφους.
Ε. Τί συμβολίζει το ύδωρ;
Α. Το καθαγιασθέν από τον Μ.Δ.Τ.Σ. [Μεγάλον Διδάσκαλον του Σύμπαντος], διά του οποίου μας έπλυνε και μας κατέστησε φίλους του.
Ε. Τί σημαίνει το πυρ;
Α. Ότι εις την καρδίαν του Καλού Εξαδέλφου πρέπει πάντοτε να είναι η φλόγα της φιλανθρωπίας και να ενθυμείται το αξίωμα της υψίστης ηθικής, ήτοι πράττε εις τους άλλους ό,τι θα ήθελες εκείνοι να πράττουν εις σε και αντιστρόφως ό,τι δεν επιθυμείς διά σε μη το πράττεις εις τους άλλους.
Ε. Τί σημαίνει το άλας;
Α. Είναι εκείνο το οποίον μας διδάσκει ότι πρέπει να εργαζώμεθα όχι μόνον δια να παρεμποδίζωμεν την διαφθοράν, η οποία προέρχεται από τα προσωπικά μας ελαττώματα, αλλά ακόμη δια να τα απομακρύνωμεν από την ψυχήν όλων των Καλών Εξαδέλφων και από τους λοιπούς ανθρώπους.
Ε. Τί συμβολίζει ο σταυρός;
Α. Ότι δεν φθάνει κανείς εις την αρετήν παρά μόνον ύστερα από πολλήν εργασίαν κατά το παράδειγμα του ημετέρου Μ.Δ.Τ.Σ., όστις με τον σταυρόν μας επλησίασε εις τον Θεόν.
Ε. Τί σημαίνουν τα Καυσόξυλα και εις τί χρησιμεύουν;
Α. Είναι η κυρία ύλη δια το άναμμα του καμινιού.
Ε. Εις τί χρησιμεύουν τα φύλλα;
Α. Δια να φράσσουν το καμίνι.
Ε. Τί άλλο παρετηρήσατε;
Α. Παρετήρησα λευκόν μανδήλιον, ποσότητα χώματος, είδα ένα νήμα, έναν ακάνθινον στέφανον και μερικές κορδέλες.
Ε. Τί συμβολίζει το λευκόν μανδήλιον;
Α. Την αγνότητα και την ειλικρίνειαν των Καλών Εξαδέλφων.
Ε. Εις τί χρησιμεύει το χώμα;
Α. Δια το σβήσιμον του καμινιού.
Ε. Τί συμβολίζει το νήμα;
Α. Την μυστικήν άλυσον, η οποία συνδέει και συσφίγγει όλους τους Καλούς Εξαδέλφους διά του δεσμού της αρετής .
Ε. Τί συμβολίζει ο ακάνθινος Στέφανος;
Α. Είναι εκείνος με τον οποίον όλοι οι Καλοί Εξάδελφοι έχουν μυστηριωδώς στολίσει την κεφαλήν των, διά να ενθυμούνται ότι τους είναι απηγορευμένον να κάνουν σκέψεις αντιθέτους προς την αρετήν, την θρησκείαν και την Πολιτείαν.
Ε. Τί συμβολίζουν οι κορδέλες;
Α. Τας ιδιότητας του Καρμποναρισμού, διά των οποίων είναι περιβεβλημένοι οι Καλοί Εξάδελφοι.
Ε. Τί χρώματος είναι οι ταινίες αυτές;
Α. Κυανούν, ερυθρόν και μέλαν.
Ε. Τί συμβολίζει το κυανούν;
Α. Τον καπνόν του καμινιού.
Ε. Τί συμβολίζει το μέλαν;
Α. Τα κάρβουνα του καμινιού.
Ε. Τί συμβολίζει το ερυθρόν;
Α. Τις φλόγες του καμινιού.
Ε. Τί μυστικόν εκφράζουν οι κορδέλες με τα χρώματά των;
Α. Το κυανούν συμβολίζει την ελπίδα, το ερυθρόν την ελεημοσύνην και το μέλαν την πίστιν.
Ε. Από ποίον υλικόν κατεσκευάσθη το πρώτον κάρβουνον;
Α. Από φτέρη και τσουκνίδα.
Ε. Είσθε Μαθητής Καλέ Εξάδελφε;
Α. Οι διδάσκαλοί μου με αναγνωρίζουν ως τοιούτον.
Ε. Πόσον διάστημα απαιτείται διά να γίνη κανείς Μαθητής;
Α. Εννέα εβδομάδες.
Ε. Υπό ποίον εργάζονται οι Μαθηταί;
Α. Υπό την διεύθυνσιν των Διδασκάλων.
Ε. Τί συμβολίζει το Σημείον του Μαθητού;
Α. Την Κλίμακα8 των Καλών Εξαδέλφων.
Ε. Τί συμβολίζει εις την ενδυμασίαν ο πίλος;
Α. Το κλεισμένο καμίνι.
Ε. Πώς κόπτονται τα Καυσόξυλα;
Α. Σε στρογγυλά κομμάτια.
Ε. Τι συμβολίζει ο πίλος;
Α. Το σκεπασμένο καμίνι.

β) Ονοματολογία των σκευών του Καρμποναρικού Συμποσίου.

(Ο άρτος κόπτεται δια της σκαπάνης)
Πιρούνι Δίκρανον
Κουτάλι Φτυάρι
Μαχαίρι Πέλεκυς
Ποτήρι Κενόν
Άρτος Άνθραξ
Οίνος Καλή Πυρίτις
Ύδωρ Κακή Πυρίτις
Παρά των Συνδετημόνων σχηματίζονται τρεις στιγμαί.

γ) [Λέξεις αναγνωρίσεως Μαθητού και Διδασκάλου Καρμπονάρων]

Μαθητής: Ιερά λέξις Πίστις, Έλπις και Έλεος.

Διδάσκαλος: Εισιτήριος λέξις Φτέρη=Τσουκνίδα. Ιερά λέξις Αρετή, Ισχύς και Εγκράτεια. Δώσατέ μου την λέξιν

Απάντησις: Δώσατέ μου την πρώτην και σας δίδω την δευτέραν=Τούτου δε γενομένου η τρίτη προφέρεται και υπό των δύο ταυτοχρόνως.

Ερώτησις: Που εγίνατε δεκτός;

Απάντησις: Εις την Καλύβην της τιμής, διερχόμενος διά του δάσους και διά του πυρός.

δ) Κατήχησις του πρώτου Βαθμού, ήτοι του Μαθητού.

Τρόπος εισδοχής

Προτείνεται εκείνος ο οποίος θεωρείται κατάλληλος διά να περιβληθή την ιεράν και πλήρη καθηκόντων ιδιότητα του Καρμπονάρου. Μετά την πρότασιν διεξάγεται ψηφοφορία, αφού εξετασθούν αι αδυναμίαι ή τα προτερήματα του ειρημένου ατόμου και εάν διαπιστωθούν τα τελευταία ταύτα, εισάγεται. Κατά την εισδοχήν, η οποία λαμβάνει χώραν κατά την επομένην από της προτάσεως εσπέραν, πρέπει να τηρηθή το ακόλουθον τυπικόν:

Αφού έχουν συνέλθει εις συνεδρίαν εις τόπον καλούμενον Αγοράν τοποθετείται παραπλεύρως της Αγοράς ή παρά τον περίβολον, ένα πρόσωπον Καλός Εξάδελφος Καρμπονάρος, καλούμενος φύλαξ της Αγοράς. Μακρόθεν το υποψήφιον προς εισδοχήν πρόσωπον υφίσταται κάλυψιν των οφθαλμών του από τον ανάδοχον και ούτω πλησιάζει εις τον φύλακα της Αγοράς, ο οποίος λέγει: Ποίος είναι αυτός ο οποίος πλησιάζει εις τον ιερόν τούτον τόπον διά να διαταράξη την γαλήνην και τας εργασίας μας; Ο Ανάδοχος λέγει: Είναι ένας λύκος που βρέθηκε στο δάσος και ποθεί να ενωθεί μαζί Σας δια να αποκτήση το φως.

Μόλις η απάντησις αύτη φθάση εις τον Μεγάλον Διδάσκαλον, αυτός λέγει: Οδηγήσατέ τον εις την πρώτην περιοδείαν δια του δάσους. Κατόπιν, καθώς ευρίσκεται με καλυμμένους τους οφθαλμούς, αρχίζουν να τον οδηγούν να βηματίζη, κάνοντάς τον να πέφτη και να ξαναπέφτη, να σκύβη και να σηκώνη το κεφάλι. Αφού βηματίσει έτσι για αρκετήν ώρα, ο προαναφερθείς Ανάδοχος λέγει προς τον Μεγάλον Διδάσκαλον: Εγένετο η πρώτη περιοδεία, ο δε Μέγας Διδάσκαλος απαντά: Εκτελέσατε την δευτέραν δια του πυρός. Ούτω, καθώς ευρίσκεται με καλυμμένους τους οφθαλμούς, παρουσιάζουν προ των σιαγόνων και της γενειάδος του ολίγον στουπί αναμμένο, ή άλλο υλικόν το οποίον βρεγμένον με οινόπνευμα, καίει ελαφρά, όπως το στουπί, την γενειάδα και τας σιαγόνας του ακόμα. Περατωθέντος τούτου, λέγει ο Ανάδοχος: Εγένετο η δευτέρα περιοδεία. Και εκείνος απαντά: Εκτελέσατε την τρίτην, η οποία αποτελεί δοκιμασίαν θάρρους. Δια της δοκιμασίας του θάρρους εννοούνται αι ακόλουθοι ερωτήσεις: Λοιπόν, προς χάριν των Εξαδέλφων σας, των φίλων σας, θα εδέχεσθε ευχαρίστως να αποθάνητε, να τυφεκισθήτε, να εκτεθήτε εις τον κίνδυνον του πυρός, του ύδατος, της χιόνος και περαιτέρω θα αισθάνεσθε ευτυχής εάν σας έκοβαν ένα βραχίονα, ένα αυτί, ένα χέρι δια το καλόν των προαναφερθέντων φίλων σας; Εκείνος απαντά καταφατικώς ή αρνητικώς. Εάν απαντήση καταφατικώς, δέον όπως ληφθούν υπ’ όψιν, η αγάπη, η πίστις, το θάρρος, άτινα έχει εκείνος δια να αναλάβη ένα τέτοιο έργο. Εάν απαντήση αρνητικά θα σημειωθούν η δειλία, η έλλειψις θάρρους και σθένους ακόμα δια την τήρησιν ενός τόσον ισχυρού μυστικού. Αφού περατωθούν αυτές οι τρεις περιοδείες και γνωστοποιηθή τούτο εις τον Μεγάλον Διδάσκαλον, οδηγείται να πλησιάση εις τον κορμόν, ο οποίος ευρίσκεται εμπρός από εκείνον και καθώς ευρίσκεται ακόμη με καλυμμένους τους οφθαλμούς τον οδηγούν να απαγγείλη γονατιστός τον ακόλουθον όρκον επί ενός Σταυρού ή Εσταυρωμένου.

Όρκος

Εγώ …… από την Κοινότητα ….. επαγγέλματος ….. ηλικίς ετών ….. ορκίζομαι και υπόσχομαι να είμαι αληθής Χριστιανός ορκίζομαι και υπόσχομαι να προστατεύω τους ομοίους μου και ιδιαιτέρως κάθε Καλόν Εξάδελφον Καρμπονάρον εις περίπτωσιν ανάγκης. Ορκίζομαι και υπόσχομαι εις το ύδωρ, την χιόνα και το πυρ, να μην αποκαλύψω οτιδήποτε σχετικόν με τον σεπτόν Καρμποναρισμόν εν γένει και ιδιαιτέρως δια τον υπό τον τίτλον …… Ορκίζομαι και υπόσχομαι να δίδω άρτον και οίνον εις τον Ανάδοχόν μου επί εννέα ημέρας εις περίπτωσιν ανάγκης. Ορκίζομαι και υπόσχομαι να μην θίξω την τιμήν των Καλών μου Εξαδέλφων Καρμπονάρων, ήτοι των Συζύγων των, αδελφών, θυγατέρων και εξαδέλφων μέχρι του τετάρτου βαθμού. Ορκίζομαι και υπόσχομαι να κοπώ καλλίτερα σε κομμάτια και να ριφθούν οι σάρκες μου στην φωτιά και οι στάχτες μου να σκορπισθούν στον άνεμο, παρά να υποπέσω εις την αδυναμίαν και να φανερώσω όσα βλέπω με τα μάτια, ακούω με τα αυτιά και πράττω ενεργώντας. Ορκίζομαι και υπόσχομαι να μην κατασκευάσω ποτέ κάρβουνα χωρίς την άδειαν των Διδασκάλων μου. Ορκίζομαι και υπόσχομαι τέλος να μην εξωτερικεύσω σε κανένα πρόσωπο και σε Καλόν Εξάδελφον Καρμπονάρον, ποιος μου έδωσε το φως και ούτω ενώπιον αυτού του ιερού και αναμμένου βωμού σταθερώς ορκίζομαι και υπόσχομαι.  Η συνέχεια εδώ

calvin

Του Απόστολου Διαμαντή

Όταν ο Μαξ Βέμπερ και ο Ρίτσαρντ Τώουνυ δημοσίευσαν τα έργα τους για τον προτεσταντισμό, η σχετική συζήτηση για την αμερικανική ιδεολογία μπήκε σε εντελώς άλλο δρόμο: αναδείχθηκε για μια ακόμη φορά, η θεολογική βάση του δυτικού πολιτισμού και κυρίως εμπλουτίστηκε η ιστορική ερμηνεία με νέα εργαλεία, αυτή τη φορά από το χώρο των νοοτροπιών. Πρώτα ο Μαξ Βέμπερ δημοσιεύει το κλασικό πλέον έργο του «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού»,  σε γερμανικά περιοδικά το 1904-1905 και στη συνέχεια ο Ρίτσαρντ Τώουνυ, το 1926, το παρεμφερές  «Η χριστιανική θρησκεία και η άνοδος του καπιταλισμού».

Και τα δύο σχετικοποιούν την μαρξιστική πεποίθηση για την εξάρτηση των ιδεών από το πεδίο της οικονομίας και αναδεικνύουν την αυτοτελή σημασία των ιδεών, της ιστορικής συνείδησης και των νοοτροπιών. Έτσι, απαντώντας στον Μαρξ κυρίως, οι Βέμπερ και Τώοουνυ συνέδεσαν την καπιταλιστική εποχή με την επικράτηση της προτεσταντικής ηθικής στον αγγλοσαξωνικό κόσμο.

Ας συνοψίσουμε τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του προτεσταντισμού- τι νέο δηλαδή έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας- και τα βασικά σημεία της νέας προτεσταντικής ηθικής. Βεβαίως, δεν υπάρχει ένας και μόνος προτεσταντισμός, αλλά πολλές διαφορετικές εκδοχές του: Λουθηρανισμός, καλβινισμός, αγγλικανοί, ευαγγελικοί, βαπτιστές και πολλές άλλες ομάδες που προκύπτουν κυρίως από το γεγονός ότι οι προτεστάντες δεν έχουν ένα κεντρικό εκκλησιαστικό όργανο, μια εκκλησιαστική ιεραρχία δηλαδή, όπως οι καθολικοί και οι ορθόδοξοι. Οπότε κάθε προτεσταντική εκκλησία κουβαλάει τα ιδιαίτερα δικά της ιστορικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, μπορούμε να σταθούμε στις γενικές γραμμές της προτεσταντικής πίστης, στις σταθερές της δηλαδή. Αυτές εξάλλου θεμελιώνουν και την ιδιαίτερη σύνδεση αυτού του θεολογικού κινήματος με την νεωτερική εποχή του κεφαλαίου.

Οι καλβινιστές, οι πουριτανοί, οι λουθηρανοί, οι Ουγενότοι και όλοι γενικώς οι προτεστάντες, αποφάσισαν να ζήσουν απλά μέσα στην εκκλησία τους, αλλά αυστηρά όσον αφορά τη στάση ζωής τους απέναντι στα ιερά κείμενα. Κατήργησαν τα περισσότερα λατρευτικά τυπικά, τα μυστήρια και απαίτησαν απόλυτη προσήλωση στο ευαγγέλιο. Aπέρριψαν δηλαδή όλα τα τυπικά της Λατρείας, την παράδοση της εκκλησίας και των Πατέρων, όσα είχαν προκύψει από την συνολική ιστορία του χριστιανισμού και κράτησαν μόνο τη Bίβλο για οδηγό. 

Οι προτεστάντες, αρνούμενοι την υπαγωγή της συνείδησης σε μια αυστηρή παπική ιεραρχία, ουσιαστικά απαίτησαν την θρησκευτική ατομικότητα. Αρνούμενοι τον κοινοβιακό μοναχισμό, στράφηκαν προς τον εσωτερικό κόσμο του πιστού. Δηλαδή στο άτομο. Επομένως οι προτεστάντες θεμελιώνουν στο χώρο της θεολογίας την ατομικότητα, υπερβαίνοντας την λογική της ενορίας και της εκκλησιαστικής κοινότητας. Προέχει πάντα για τους προτεστάντες η ατομική μας συνείδηση, η πίστη. Η θρησκεία γίνεται έτσι μια εντελώς προσωπική υπόθεση.

 

Οι προτεστάντες συνέδεσαν το παρόν, την καθημερινότητά τους, με την πίστη. Ο προτεσταντισμός ανέλαβε αυτόν ακριβώς το ρόλο: να τοποθετήσει στο κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής το υποκείμενο, το άτομο, σε όλες τους τις κοσμικές εκδηλώσεις. Ο Mαρτίνος Λούθηρος, ο Ούλριχ Σβίγγλιος και ο Iωάννης Kαλβίνος, ιδίως ο τελευταίος, κωδικοποίησαν μια νέα ηθική. H ουσιαστική διαφορά βρίσκεται στην προτεραιότητα που δίνει ο προτεσταντισμός σε ό,τι ονομάζεται πραγματική ζωή: η θρησκεία δεν νοείται, παρά μόνον στην αδιαμεσολάβητη σχέση της με τη ζωή- πρακτικά πρέπει να φαίνεται αυτό που πιστεύεις. Ήταν δηλαδή η απαραίτητη μεταστροφή, για να εδραιωθεί ο σύγχρονος κόσμος των ατομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. 

Αρνούμενοι την απόλυτη παπική εξουσία πάνω στις τοπικές εκκλησίες, οι προτεστάντες, με επικεφαλής τον Λούθηρο, απαίτησαν την εθνικοποίηση των εκκλησιών. Απαίτησαν επίσης λειτουργίες όχι στα λατινικά, αλλά στις εθνικές γλώσσες. Με λίγα λόγια, αρνήθηκαν τα οικουμενικά χαρακτηριστικά του παπισμού, τα οποία είχαν ταυτιστεί με την αυτοκρατορική λογική. Και επομένως πρωτοστάτησαν στα εθνικά κινήματα από τον 17ο αιώνα και μετά. Δεν είναι τυχαία η σύνδεση του Διαφωτισμού- που εισάγει την εποχή των εθνών και του εθνικισμού- με τον προτεσταντισμό. Οι διαφωτιστές φιλόσοφοι είναι σχεδόν στο σύνολό τους έχθροί του καθολικισμού και φιλικοί με τον προτεσταντισμό. Επομένως υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στον προτεσταντισμό και την εδραίωση των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών.

Για τους προτεστάντες ο άνθρωπος δεν θα σωθεί από τα έργα του και την ηθική του συμπεριφορά, αλλά από την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι η κεντρική πρόταση του Μαρτίνου Λούθηρου και γενικώς του προτεσταντισμού. Η εχθρότητα του Λούθηρου απέναντι στην επικρατούσα χριστιανική ηθική, συνοδεύτηκε και από την εχθρότητά το απέναντι στον λεγόμενο «νομικισμό» της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Έτσι ο χριστιανός απελευθερώνεται από την υποχρέωση υπακοής σε κάθε νόμο, εκτός από τον νόμο του Χριστού, που όμως είναι μέσα του, ένας νόμος εσωτερικός και υποκειμενικός. Ο χριστιανός νοιώθει ελεύθερος απέναντι σε όλους τους νόμους και γίνεται κύριος του εαυτού του. Αυτή ακριβώς είναι η πιο σοβαρή νεωτερική διάσταση του λουθηρανισμού, η προβολή της ελεύθερης υποκειμενικότητας, αυτό που ο Λούθηρος ονόμασε «χριστιανική ελευθερία». 

Ο χριστιανός είναι μεν ελεύθερος στο πλαίσιο της χριστιανικής ζωής, αλλά εκτός από το βασίλειο του Χριστού υπάρχει και το επίγειο βασίλειο, στο οποίο οι άνθρωποι, βυθισμένοι στην αμαρτία, υποχρεώνονται να υπακούν σε όλους τους κανόνες συμπεριφοράς που επιτάσσει η Αγία Γραφή. Για τον Λούθηρο η ανθρώπινη φύση είναι βαθιά διεφθαρμένη και ο ίδιος περιφρονεί τον ανθρώπινο λόγο και τη φύση. Η αμαρτία και η αποφυγή της γίνεται λοιπόν ο άξονας της προτεσταντικής ηθικής, η οποία κινείται ανάμεσα στις έννοιες «καλό» και «κακό». Η προτεσταντική ηθική με τον Λούθηρο βρίσκεται στον αντίποδα της αριστοτελικής ηθικής των αρετών και του ενάρετου βίου, θεωρεί τον ίδιο τον Αριστοτέλη άλλωστε ως «προπύργιο των παπιστών» και «την ηθική του ως τον μεγαλύτερο εχθρό της χάρης», καθώς είναι η ηθική που ενσωμάτωσε πλήρως η σχολαστική θεολογία του μεσαίωνα.

Η χριστιανική ηθική και η ηθική της Αγίας Γραφής είναι αυτή που οδήγησε και τον Καλβίνο στην ίδια αποδοχή, ότι δηλαδή η σωτηρία του ανθρώπου δεν θα προέλθει από τα έργα του αλλά από την χάρη που απευθύνει ο Θεός στους  «εκλεκτούς» του με βάση τη διδασκαλία του προορισμού. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια ηθική που αφορά όλους τους ανθρώπους, αλλά τους πιστούς. Αυτοί που θα καταφέρουν να αποκτήσουν την θεία χάρη και επομένως τον προορισμό της σωτηρίας. 

Ο Καλβίνος και ο Λούθηρος δεν δέχονται την «φυσική ηθική» των αρετών, ούτε τη σύγκλιση της χριστιανικής με την κοσμική ηθική, με συνέπεια η καλβινιστική ηθική να ρυθμίζει πλέον με χριστιανικούς νόμους όλες τις πράξεις της εγκόσμιας ζωής, σε μια προσπάθεια απόλυτου εκχριστιανισμού του συνόλου της ζωής, στις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτός όμως ο εκχριστιανισμός συνοδεύεται από την πλήρη απελευθέρωση από τα θρησκευτικά καθήκοντα της καθολικής εκκλησίας, στο όνομα της «χριστιανικής ελευθερίας». Επομένως πρόκειται για μια εκκοσμίκευση του χριστιανισμού. Αυτός ο εκκοσμικευμένος χριστιανισμός είναι που καλύπτει όλες τις πλευρές της ζωής του ατόμου- όχι η συμμετοχή του στα μυστήρια της εκκλησίας.

Η πρακτική του ασκητισμού του Καλβίνου και οι αρνήσεις του απέναντι στην εκκλησία δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επίθεση στην αρχαία ηθική, η οποία μέχρι τέλους παρέμεινε εμπόδιο στην εργασία και τον πλουτισμό. Η διδασκαλία του Καλβίνου λοιπόν άφησε ανοιχτή την πόρτα στον δανεισμό, διευκολύνοντας την εμπορική δραστηριότητα, η οποία επί αιώνες υφίστατο την απαγόρευση του τόκου, εκ μέρους της καθολικής εκκλησίας (αν και σ’ αυτό το σημείο και ο Λούθηρος συνέχιζε την παράδοση αυτή, την απαγόρευση του τόκου). Κηρύσσοντας σε όλους την ανάγκη της εργασίας- αφού ο Θεός προόρισε τον άνθρωπο «να ζει με τον ιδρώτα του προσώπου του» και ευλόγησε την εργασία, την ευημερία και την απόκτηση των υλικών αγαθών, δηλαδή τη γεωργία, το εμπόριο, τα συμβόλαια κλπ.- ο Καλβίνος διετύπωσε και ηθικές εντολές για όλες τις πλευρές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Η καλβινιστική ηθική, η οποία είναι η κύρια πλευρά της προτεσταντικής ηθικής συνολικά, είναι μια ηθική υπακοής στις επιταγές του Θεού, οι οποίες νοούνται ως υπακοή στις εντολές της Βίβλου. Η παράδοση του εξελληνισμένου χριστιανισμού παρακάμπτεται. Ουσιαστικά ο προτεσταντισμός προκαλεί μια επιστροφή στην ιουδαϊκή ηθική των εντολών και όχι σε μια ηθική ως έργο του ανθρώπινου λόγου, που είχε επεξεργαστεί η πατερική θεολογία, επηρεασμένη από την κλασική ελληνική φιλοσοφία.

Αντίφωνο

βασιλεας φαρουκ προστατης του τεκτονισμου

1

ΟΙ ΝΕΡΩΝΕΣ ΤΟΥ ΤΕΚΤΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

1